Γερμανία Μάιος 1945, Σοβιετικοί και σύμμαχοι μοιράζουν το κορμί μιας χώρας που μισούν όλοι οι Ευρωπαίοι. Μαζί με τη γη, πάνε και οι άνθρωποι. Άνθρωποι που σιώπησαν, υποστήριξαν ή σε λίγες περιπτώσεις αντέδρασαν απέναντι στο Ναζιστικό καθεστώς. Σε μια μικρή πόλη οι Σοβιετικοί καταφτάνουν. Εκεί ζει ο Χανς Φάλαντα, που στο αυτοβιογραφικό εν μέρει μυθιστόρημα του, μιλάει για την πιο σκοτεινή περίοδο της Γερμανίας, αυτή της κατοχής , πριν την ανοικοδόμηση. Ο ίδιος και η νεαρή γυναίκα του, ένας συγγραφέας και μια αστή, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη έχουν ήδη δημιουργήσει τις έχθρες με την τοπική κοινότητα, γιατί διαφέρουν. Αρνούνται την τυφλή υποταγή, δίχως όμως και να αντιδρούν. Επιζούν και προσπαθούν να διατηρήσουν την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια τους. Δεν παίρνουν θέση, σιωπούν, αγνοούν, τάσσονται θεωρητικά εναντίον , αλλά στην πράξη αναμένουν την ‘απελευθέρωση’, θεωρώντας την αδράνεια αντίσταση.
Ο Χανς Φάλαντα περιγράφει με έντονο και σκοτεινό τρόπο, τον φόβο απέναντι στους νέους αφέντες. Την συλλογική υποταγή στην νέα κατάσταση, μόλις ο τρόμος δώσει την θέση του, στην ανακούφιση,, ότι αλλάζει είναι μόνο το χρώμα της σημαίας. Παλιοί Ναζί, μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, χειροκροτούν τώρα τη νέα Σοβιετική διοίκηση. Μοιράζουν τις καλές θέσεις στα στρατόπεδα-ομάδες εργασίας και συνεχίζουν να επιβιώνουν, εις βάρος των αδύνατων. Ο Φάλαντα, άθελα του εμπλέκεται με την διοίκηση, ως Δήμαρχος της πόλης, αναπολώντας την ζωή του ως συγγραφέας στο Βερολίνο και αντικρύζει το μότο της μεταπολεμικής Γερμανίας στην πιο σκληρή εφαρμογή του, «Ο καθένας για τον εαυτό του». Με μαυραγορίτες να κρύβουν τα πάντα προς όφελος τους όπως και τις παλιές μέρες, προς όφελος των λίγων. Η ήττα έχει κάνει τις ανισότητες μεγαλύτερες, τους ανθρώπους πιο σκληρούς. Τα πάντα να οδεύουν προς την σκοτεινή τρύπα, που χάνονται οι ψυχές και μαζί τους , ο ευαίσθητος συγγραφέας Δήμαρχος. Η νευρική κατάρρευση θα τον οδηγήσει σε γνώριμα λημέρια στο Βερολίνο. Μια κλινική -σανατόριο που όλα τα προβλήματα χάνονται μέσα σε λίμνες ηρεμιστικών και ηρωίνης που είναι η μόνη ελπίδα, το αποκούμπι των Γερμανών που θέλουν να ξεχάσουν βυθισμένοι σε τεχνητούς παραδείσους. Το ταξίδια από την μικρή πόλη του αταίριαστου με την στενόμυαλη κοινότητα ζευγαριού, θυμίζει ταινία αποκάλυψης, με τους πάντες να διεκδικούν δικαίωμα στην φυγή, μην υπολογίζοντας κανέναν. Όποιος έχει έστω και λίγα τρόφιμα, είναι μαυραγορίτης ή κλέφτης. Καχυποψία, μιζέρια, μίσος, στην πάλαι ποτέ κραταιά Γερμάνία, τώρα που η αφαίμαξη των πλουτοπαραγωγικών πηγών των άλλων έπαψε, με βίαιο τρόπο και αποσπάστηκε από το Κέρας της Αμάλθειας, με ένα ηχηρό χαστούκι στο αχόρταγο στόμα της παμφάγου χώρας.
Στο Βερολίνο, η απόλυτη διάλυση, ο τρόμος, το χάος, ο φόβος. Τίποτα δεν είναι πια όπως ήταν. Τα σπίτια, που μένουν όρθια ή έστω ετοιμόρροπα έχουν επιταχθεί με νέους κατοίκους. Η μαύρη αγορά ανθεί.. Τα δελτία τροφίμων και η γραφειοκρατία στο νεοσύστατο Γερμανικό κράτος είναι η Καφκική καθημερινότητα. Ο Φάλαντα και η γυναίκα του, βρίσκουν τη ζωή τους, να έχει σφετεριστεί από την πρώην συγκάτοικο, που άφησαν να φυλά το σπίτι και μια χορεύτρια με την οικογένεια της στην οποία έδωσε το γραφείο Στέγασης το σπίτι τους για επανεγκατάσταση. Άστεγοι, άφραγκοι και με την σήψη να βασανίζει το πόδι της γυναίκας του, αγγίζουν το ναδίρ των ελπίδων τους. Αποκούμπι, η ηρωίνη που προμηθεύονται από τον κάθε γιατρό με ευκολία. Την ίδια ηρωίνη, που χρησιμοποιούν κάποιοι πιο θαρραλέοι για να πεθάνουν. Ο Φάλαντα κλείνεται μόνος του στην κλινική σανατόριο που ήταν πελάτης-τρόφιμος και προπολεμικά, για να αντιμετωπίσει την νευρική κατάρρευση του. Βυθισμένος σε ναρκωτικές ουσίες, ξεγλιστρά τελικά στο φως για να βρει τη γυναίκα του να προσπαθεί με τη σειρά της, να απεξαρτηθεί εν μέρει και αποφασίζουν όπως όλη η Γερμανία, να συμμαζέψουν τα ερείπια τους. Ο δρόμος μεγάλος, οι πραγματικοί φίλοι λίγοι, η ανάγκη για συγγραφείς που θα μιλήσουν για το σκοτάδι που πλακώνει τη Γερμανία μεγάλη. Ο Φάλαντα, αναδεικνύεται σε μορφή αντίστασης και ελπίδας στον πνευματικό κόσμο, βρίσκει βοήθεια, χρήματά, Αλλά η ζωή προχωρά με αργά μαρτυρικά βήματα, όπως και η ανοικοδόμηση της πόλης. Μαζί με το Βερολίνο που αρχίζει να δείχνει σημάδια ανάκαμψης, θα ανακάμψει και ο συγγραφέας μέσα από πολύ και μεγάλο προσωπικό αγώνα και πόνο. Αυτοκριτική, απόγνωση, ελπίδα και μιζέρια που αλλάζουν πλευρά λες και είναι κύβος του Ρούμπικ, που οι νέες πλευρές σχηματίζονται με επιδέξιες κινήσεις της μοίρας. Ένα βαθιά σκοτεινό μυθιστόρημά που η προσωπική απόγνωση, εγκατάλειψη, παράδοση και τελικά αναγέννηση του Φάλαντα, αντικατοπτρίζει την ίδια την Γερμάνία. Μια Γερμανία που αναγεννάται από το σκοτάδι, δίχως να ξεπλύνει από πάνω της την μαυρίλα του χιλιόχρονου Ραιχ. Αντίθετα χάνεται σε παραδείσους μορφίνης, ηρωίνης, αναζητώντας την ελπίδα στην λήθη των ουσιών. Κάπου εκεί η ανθρώπινη δύναμη ξεπροβάλλει και αλλάζει τα πάντα σε ένα κόσμο ερειπίων.
Συμπάσχεις, λυπάσαι αλλά και απορείς με την Γερμάνιά του 45, την άγνοια των όσων έκανε. Την εγωκεντρική σκέψη του Φάλαντα και την δικαιολογία όσων έγιναν με την απάντηση, κάναμε όσα μπορούσαμε για να αντιδράσουμε. Η επιβίωση είναι η σημαία κάτω από την οποία συντάσσονται οι επιζώντες. Ναζί, αστοί, κομμουνιστές. Η επιβίωση είναι η κολυμπήθρα του Σιλωάμ που τους αναβαπτίζει όλους. Ένα σκληρό βιβλίο, γύρω από την ανθρώπινη αντοχή, την κατάρρευση και την επιστροφή στον κόσμο, μιας χώρας, ενός ανθρώπου, ενός ζευγαριού. Μια δεκαετία που σημάδεψε την Ευρώπη και σπάνια γνωρίζουμε μέσα από τέτοιου είδους αυτοβιογραφικά εν μέρει μυθιστορήματα, που δίνουν στην έννοια της επιβίωσης στον μεταπολεμικό κόσμο, μια άλλη ,απτή και ανατριχιαστική έννοια.
Βιβλίο για δυνατούς αναγνώστες σε κατεβάζει στα τάρταρα του Φάλαντα, πριν δεις τη μικρή αχτίδα φωτός, που δεν ξέρεις αν είναι από την λευκή σκόνη ή τον πρώτο ήλιο του 46, που αλλάζει τα χρώματα στο ερειπωμένο Βερολίνο. ‘Ένας εφιάλτης που τελείωσε για την ανοικοδομημένη Γερμανία για να συνεχίσει τον 21 ο αιώνα για την Ευρώπη με τους Γερμανούς, ξανά δυνάστες στον οικονομικό πόλεμο της ΕΕ, βάζοντας σε σε σκέψη, αν ο άνθρωπος τελικά αλλάζει. Ερώτημα που δεν απαντά ποτέ ο Φάλαντα, ίσως γιατί δεν μπορεί…
Comments