Όταν ο Λόβκραφτ συνάντησε τον Κάρπεντερ, στην Ελληνική ύπαιθρο...με φόντο την Ελλάδα της κρίσης
Πρώτη ολοκληρωμένη συγγραφική παρουσία για τον Μιχάλη Δαγκλή με μια συλλογή , ιστοριών τρόμου. Ο συγγραφέας δηλώνει λάτρης των ταινιών τρόμου της δεκαετίας του 80 και αυτό φαίνεται με έντονο τρόπο στις ιστορίες του. Η κινηματογραφική ματιά, ο ρυθμός στην εμφάνιση του «κακού» αλλά και η τελική λύτρωση, έχουν έντονο το οπτικό στοιχείο. Προσωπικά στοιχεία, από την Ελλάδα της κρίσης αλλά και αναφορές σε θέματα που έχουν απασχολήσει πρόσφατα την κοινή γνώμη , Γερμανικά εγκλήματα πολέμου, κατοχή, ασθένειες βοοειδών κάνουν τα κείμενα του, να μιλάνε με μεγαλύτερη αμεσότητα στον σημερινό αναγνώστη ιστοριών τρόμου.
Από τον Λοβκραφτ, στον Πόε και τον Μάστερτον υπάρχει δρόμος αλλά υπάρχει και μια κοινή συνισταμένη, ο τρόμος μπροστά στην έκφραση του κακού. Το κακό όχι πάντα ως απόρροια του υπερφυσικού ή μεταφυσικού αλλά και του ίδιου μας του ανθρώπινου εαυτού και ψυχισμού. Αν προσθέσουμε στην συγγραφική παλέτα του Δαγκλή τους Κιούμπρικ και Αρτζέντο αλλά και τον μεγάλο Κάρπεντερ, ολοκληρώνεται εύκολα το χρωματικό φάσμα που κινείται ο συγγραφέας.
Οι ιστορίες διαφέρουν σε μέγεθος, ανάπτυξη χαρακτήρων, δομή, αλλά όλες έχουν ένα κοινό στοιχείο. Το κακό είτε με τη μορφή της ανθρώπινης απληστίας, βίας, απέχθειας, είτε με την μορφή του αρχαίου, αρχέγονου, υπερφυσικού στοιχείου, είτε με τη μορφή του άγνωστου ιου που έρχεται για να μας υπενθυμίσει την θνητότητα μας. Το ομότιτλο διήγημα , μας μεταφέρει στην Κρήτη του 1948. Άνθρωποι, φτώχια, ενδο οικογενειακή βία, η λέπρα και η απομόνωση, τα σφουγγάρια και ο πλουτισμός από το μόχθο του σφουγγαρά στο βυθό. Μια ιστορία ηθογραφική με απρόσμενο κριτή έναν κάτοικο της θάλασσας, αδέκαστο, γιατί βιώνει τα πάντα ψυχρά, δίχως συναισθηματισμούς. Μια δουλεμένη ιστορία, με γλωσσικά ατοπήματα, που οφείλονται στην προσπάθεια του συγγραφέα, να μιμηθεί ή να αποδώσει καταστάσεις μάλλον ξένες στο στοιχείο του. Ίσως η πιο στέρεη ιστορία του βιβλίου. Πολύ πιο κινηματογραφικό, με επιρροές από ταινίες τρόμου των 80ς το «Η νύχτα των νεογνών» αποτελεί μια πολύ πετυχημένη μεταφορά του τρόμου, των απέθαντων ψυχών στο σήμερα, εμπλέκοντας ιστορία, μύθο και έναν ήρωα που έχει ξεπηδήσει από τους αγανακτισμένους της πλατείας Συντάγματος. Από τις πολύ καλές στιγμές του βιβλίου, ειδικά σαν σύλληψη, θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο μέγεθος καθώς μας αφήνει πεινασμένους για το κάτι παραπάνω στην πλοκή. Το «Ζητείται φαροφύλακας» είναι ο φόρος τιμής στον Λόβκραφτ, μεταφερμένος στις Ελληνικές θάλασσες. Αν και το διήγημα είναι σύντομο, έχει έντονο το στοιχείο του τρόμου του φανταστικού και ακόμη και το τέλος του αν και μάλλον εύκολο ως λύση δείχνει τις επιρροές του συγγραφέα. Το «Κρύα χνώτα» είναι ίσως το πιο αδύναμο από τις πέντε ιστορίες, με θέματα που ο επιμελητής ύλης θα μπορούσε να απαλείψει, ασυμβατότητες τοπογραφικές, χρονικές και μια ιστορία που είναι έξυπνη σαν ιδέα αλλά έχει ουσιαστικά αναπτυχθεί περισσότερο σαν σκαρίφημα, χωρίς να πάρει την ανάπτυξη που θα μπορούσε. Ακόμη μια φορά, γλωσσικά υστερεί και υποπίπτει σε λάθη, που αν και δεν ξενίζουν, κάνουν το υλικό να φέρνει πιο κοντά σε b movie παρά σε ταινία τρόμου Α΄ διαλογής. Στο τελευταίο διήγημα του, ο Δαγκλής στο «Μια κρυμμένη αλήθεια» μεταφέρει το στοιχείο του φανταστικού στον Πειραιά των στερεοτύπων. Ρουμάνος, σκληρός, αδίστακτος διαρρήκτης, που δεν λυπάται τα θύματα του, στοχοποιεί μια ηλικιωμένη στο κέντρο του Πειραιά. Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και το κακό παραμονεύει σε πολλές μορφές, κάνοντας εύκολα τον θύτη θύμα. Πετυχημένη η προσαρμογή στο σήμερα, του μύθου του σαρκοβόρου αρπακτικού.
Το βιβλίο του Δαγκλή, διαβάζεται άνετα. Η κινηματογραφική γραφή του, βοηθά, αλλά ταυτόχρονα, σε κάποια σημεία η εμμονή σε απλουστευτικές εκφράσεις και ιδιωματισμούς, καθώς και κάποιες ανακολουθίες μειώνουν την απόλαυση ενός βιβλίου, βασισμένου στην κινηματογραφικό τρόμο όπως τον οριοθέτησε η δεκαετία του 80, μείγμα σπλάτερ και παραφυσικού, με γερές δόσεις τρόμου από την σχολή του 19ου αιώνα με το υπερφυσικό και το προαιώνιο κακό να παραμονεύουν. Αξίζει να διαβαστεί από τους φίλους του είδους, χωρίς να διεκδικεί δάφνες συγγραφικής δεινότητας (θα απολάμβανα κάποιες ιστορίες να έχουν δουλευτεί περισσότερο σε επίπεδο χαρακτήρων) έχει μερικές πολύ καλές ιδέες που αντισταθμίζουν την απλότητα και την επαναληψιμότητα, που το χαρακτηρίζουν σε γλωσσικό επίπεδο.
Comments