top of page
Εικόνα συγγραφέαStelios Basbayiannis

«Ιάκωβος» -Κωσταντίνος Χατζηνικολάου (Αντίποδες)


Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, σε αντιστοιχία με τον ελληνικό κινηματογράφο, ακολουθεί μια γραφή, αχρονική, διαπροσωπική, θίγοντας βαθύτερα υπαρξιακά θέματα, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε πιο αποστειρωμένα.


Το «Ιάκωβος» η πρώτη προσπάθεια του Κ. Χατζηνικολάου αποτελεί ένα ενδιαφέρον πόνημα, γύρω από τον υπαρξισμό, σε μια πόλη, όπου ο χρόνος και ο τόπος συγχέονται, σε ένα χωροχρονικό ασταθές, με στοιχεία που φέρνουν στον νου τη Ζατέλη, αλλά και τον Καμύ.


Ο σύνδεσμος με τον 21ο αιώνα, με την εποχή της τεχνολογίας είναι το αυτοκίνητο, του κεντρικού, δίχως όνομα ήρωα. Το αυτοκίνητο και ο αυτοκινητόδρομος, αποτελούν τη σύνδεση με μια ζωή, που κάποτε υπήρξε, πραγματικά ή στις ενδόμυχες ανάγκες του Ομηρικού κεντρικού ήρωα. Η φυγή του σε μια κατάσταση εν δυνάμει αμνησίας, η αποδοχή του, ως φιλοξενούμενου, με ειδικούς όρους από τον Ιάκωβο και την οικογένειά του σε μια μικρή κοινότητα, αγροτικής φύσης αποτελεί την έναρξη μιας αφήγησης γκρίζας και συναισθηματικά αιχμηρής.]


Ο Ιάκωβος, οικοδεσπότης και αφέντης σε μια οικογένεια που θυμίζει έντονα ταινία των Ταβιάνι, διατάζει, αφουγκράζεται και ελέγχει σε πρώτο ή δεύτερο επίπεδο τους πάντες. Την γυναίκα του, την ανάπηρη κόρη του, τον φιλοξενούμενο που γίνεται μέρος, μέλος,«σκλάβος» της οικογένειας, δουλεύοντας σε ένα άγονο χωράφι, χωρίς ουσιαστικό σκοπό, ελπίζοντας, να τον βοηθήσουν να βρει το ξεχασμένο αυτοκίνητό του.


Το νησί των Φαιάκων ή των λωτοφάγων δεν περιλαμβάνει μόνο απολαύσεις, ζεστό φαγητό, ρούχα, μια θέση κοντά στην σόμπα, ένα ποτήρι κρασί με τον Ιάκωβο, αλλά μια σημαντική απώλεια μνήμης, συναισθημάτων, αποκοπής από το παρελθόν. Ο χρόνος γίνεται άχρονος και η ζωή περιλαμβάνει την αδιάκοπη εργασία στο Ταντάλιο χωράφι και την επιστροφή στο μικρό χωριό, που η ζωή έχει το χρώμα της φθινοπωρινής λάσπης.]


Το πορνείο και ο Ιάκωβος, διανθίζουν τη ζωή του εγκλωβισμένου, γνωρίζοντάς μας μερικούς από τους ιδιόρρυθμους κατοίκους, την τυφλή πόρνη, τον γέρο πατέρα που σέρνεται και παρακολουθεί την εκπόρνευση εγκλωβισμένος στη ζωή σε ένα παλιό σπίτι, με μοναδικό φαγητό κονσέρβες.

Ο γιατρός, αυτοδίδακτος, κληρονόμος του δικαιώματος να εξασκεί την ιατρική από τον πατέρα του, προμηθευτής ουσιών, μικρός θεός στην κοινότητα, για ανθρώπους και ζώα. Η Σοφία, κόρη του Ιάκωβου, που τριγυρνά με την αναπηρία της απολαμβάνοντας την ελευθερία με τους περιθωριακούς του χωριού. Τα μικρά παιδιά που σχηματίζουν συμμορίες σε εγκαταλελειμμένα κτίρια παίζοντας με τα νεαρά ζώα, σε ασκήσεις σκληρότητας και ενηλικίωσης. Ο γέροντας βοσκός που συνεχίζει να βόσκει το κοπάδι σε πείσμα του χρόνου.


Ο χρόνος αμετάλλακτος, πέρα από τις αλλαγές των εποχών, μοιράζεται σε μικρές στιγμές, ερωτισμού, λαγνείας, απόγνωσης, με την αληθινή επίγνωση της κατάστασης του κεντρικού ήρωα να διαφεύγει μπροστά στην καθημερινή επιβίωση στο χωριό, που τα πάντα τον κρατάνε φυλακισμένο.

Οι προσπάθειες του να διαφύγει, σε κάτι άγνωστο, συναντούν την πατρική φιγούρα του Ιάκωβου σαν επιτηρητή, τιμωρού αλλά και ανταμείψαντα. Είναι ο ήλιος στο ηλιακό σύστημα του ξεχασμένου, δίχως παρελθόν, πια άνδρα.

Σε ένα γκρίζο περιβάλλον, που το χειμωνιάτικο κρύο και το χιόνι, παγώνει συναισθήματα, παγιώνει καταστάσεις και ισοπεδώνει τους αδύναμους, τα πάθη εξάπτονται. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ζουν με το ένστικτο να κυριαρχεί στη λογική, τα όρια της ζωής και του θανάτου να γίνονται δυσδιάκριτα από το βαθύ κρύο και η ζωή και η μνήμη να χάνονται κάτω από το χιόνι.

Η καλοκαιρία, θα φέρει και την αφύπνιση δίνοντας όχι πάντα τις πιο συνηθισμένες απαντήσεις στα ερωτήματα του κεντρικού ήρωα.


Χαμηλών τόνων, μυθιστόρημα, με έντονο το ψυχολογικό στοιχείο στην περιγραφή ηρώων και καταστάσεων, ακροβατεί ανάμεσα στη μυθοπλασία και το υπαρξιακό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας δουλεύει τη γλώσσα προσεκτικά, λιτή, δωρική αλλά ταυτόχρονα αιχμηρή. Οι περιγραφές του δεν γίνονται ποτέ επίκαιρες, η αίσθηση του γνώριμου, εξαφανίζεται με τις μεταβάσεις στον ψυχολογικό κόσμο των χαρακτήρων, που υπερπηδούν το συνονθύλευμα καταστάσεων. Ο αυτοκινητόδρομος, συναντά ένα χωριό που θα μπορούσε να ανήκει στη Σικελία ή την Ήπειρο. Το πορνείο που θυμίζει σπαγγέτι γουέστερν, τον γιατρό- κομπογιαννίτη , τον απόηχο του σήμερα από τους χρήστες οπιοειδών.


Ο χρόνος μπλέκει το παρελθόν με το παρόν, συνταιριάζει με τη στεγνή γραφή του Χατζηνικολάου. Ο υπαρξιακός αγώνας του κεντρικού ήρωα αλλά και των άλλων χαρακτήρων, η ληθαργική αντιμετώπιση της ζωής, ο συνεχιζόμενος χειμώνας, που λειτουργεί σαν ρυθμιστής στη ζωή. Η έλευση της «άνοιξης», η βελτίωση του καιρού, η λύση πρόσκαιρα των δεσμών και τελικά η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, που κάθε άλλο παρά λυτρωτική διαγράφεται.


Ένα βιβλίο γκρίζο σαν πατημένο χιόνι, δυνατό σαν μέγγενη, σε αρπάζει από τα εσώψυχα σου και σε τραβάει στο δρόμο με το χαλίκι, σέρνοντας σε μέχρις να γίνεις μέρος της ιστορίας. Δίχως απαντήσεις, δίχως λύσεις, δίχως συμβολισμούς. Μια κατάβαση στην μοναξιά της αιώνιας επαρχίας, εκεί που οι θεσμοί οριοθετούν τη ζωή, χρόνια πριν ο ηλεκτρισμός και το αυτοκίνητο φέρουν την «πρόοδο». Ένα ταξίδι στον κόσμο του πουθενά.


Ακούγεται συνοδεία του Miles Davis-Bitches Brew

4 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page