Τις περισσότερες φορές η πραγματικότητα ξεπερνά και την πιο καλπάζουσα φαντασία. Όταν το βιβλίο έχει σαν θέμα την περίοδο των Ταραχών στις αρχές της δεκαετίας του 70, την κορύφωση της ένοπλης σύγκρουσης IRA- Μ. Βρετανίας και Ενωτικών, πιστεύει κανείς ότι θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί όλα. Όμως σε αυτό τον άτυπο εμφύλιο αλλά και πόλεμο δυο Εθνών, οι πρωταγωνιστές δεν είναι τελικά οι ένοπλοι αντάρτες ή τρομοκράτες και το Στρατιωτικό καθεστώς που προσπαθεί να τους αντιμετωπίσει, αλλά οι άμαχοι που εξαφανίζονται, αγνοούνται για δεκαετίες και οι οικογένειες τους που σηκώνουν τον σταυρό του μαρτυρίου.
Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Patrick Radden Keefe με αφορμή την εξαφάνιση μιας μητέρας δέκα παιδιών, της Τζιν Μακόνβιλ, ξετυλίγει ένα νήμα από γεγονότα και ανθρώπους , πραγματικούς όπως και η εξαφάνιση της Μακόνβιλ, με τη μορφή ενός καλοδουλεμένου αστυνομικού μυθιστορήματος. Το ζήτημα είναι ότι όλοι οι συμμετέχοντες ,είναι πραγματικοί, όπως και τα γεγονότα που αναφέρονται. Αυτό είναι που κάνει το βιβλίο ακόμη πιο δυνατό και τελικά την πραγματικότητα, πιο ισχυρή συγγραφέα, μιας ιστορίας, αδελφοκτόνων επαναστατών γεμάτων φανατισμό αλλά και αντεπαναστατών και Στρατιωτικών που βλέπουν την Βόρειο Ιρλανδία σαν τόπο άσκησης πρακτικών που μελέτησαν και τελειοποίησαν σε αφρικανικές χώρες, απαξιώνοντας τον άνθρωπο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και βγάζοντας από τον κάθε συμμετέχοντα τα χειρότερα του ένστικτα.
Η ιστορία ξεκινά με την εισαγωγή μας στους χαρακτήρες ,τις αδερφές Πραις,Ντολρες και Μάριαν οι οποίες από ενεργά μέλη του ειρηνιστικού κινήματος για την απόσχιση και ανεξαρτησία της Β.Ιρλανδίας δέχονται τις επιθέσεις των Ενωτικών και της αστυνομίας σε μια πορεία ειρήνης και αποφασίζουν να ενταχθούν στον IRA και τους ΠΡΟΒΟΣ για να ανταποδώσουν βλέποντας , ότι δεν υπάρχει διάθεση να εισακουστούν από την Βρετανική κυβέρνηση. Το πάθος των ζηλωτών που τις διακρίνει ,σε συνδυασμό με τη νεανική ζωντάνια και την οικογενειακή ιστορία τους σε συμμετοχή στις εξεγέρσεις του 1916 και αργότερα, θα τις κάνει ηρωΊδες σε μια εποχή που οι γυναίκες αναλαμβάνουν δράση σε αυτονομιστικά και τρομοκρατικά κινήματα σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα την Ντολόρς που γνωρίζει το παιχνίδι της δημοσιότητας τόσο καλά όσο και το να τραβά την σκανδάλη.
Η περιγραφή συνεχίζεται μαθαίνοντας την ιστορία των βασικών μελών των ΠΡΟΒΟΣ του Μπρένταν Χιουζ που δρώντας στο Δυτικό Μπέλφαστ, στην καρδιά των ταραχών είχε να αντιμετωπίσει τον «επίσημο» IRA που συχνά διαφωνούσε και επίλυε τις διαφωνίες με όπλα, με τους πιο δραστήριους των ΠΡΟΒΟΣ αλλά και την Βρετανική συνεχιζόμενη δράση, παρακολούθηση και σύντομα και τον Βρετανικό στρατό, ο οποίος ήρθε με την μορφή όχι ειρηνοποιού ,αλλά κατακτητή. Ο Keefe περιγράφει την δομή των μονάδων των ΠΡΟΒΟΣ, τις ισορροπίες με τον «τακτικό» IRA και τις μεθόδους με τις οποίες επιλύονταν οι διαφορές και αποδίδονταν δικαιοσύνη σε οποιοδήποτε θεωρούνταν συνεργός των Βρετανών, είτε μέλος του IRA, είτε Ιρλανδού «αμάχου».
Στην εικόνα σύντομα θα εμπλακεί και ο Τζέρι Άνταμς, περισσότερο ως στρατηγικός σχεδιαστής και λιγότερο ως «εκτελεστής» των εντολών και τελικά θα έχουμε την τοιχογραφία της εποχής. Μιας δεκαετίας που ξεκινά με εκρήξεις βομβών στην Ιρλανδία για να μετακινηθούν τα χτυπήματα στη Μ. Βρετανία, όταν αντιλαμβάνονται οι «αγωνιστές» του IRA, ότι καταστρέφοντας τον εμπορικό ιστό της πατρίδας τους, απομονώνονται από τους συμπατριώτες τους. Η μετάβαση στην Μ. Βρετανία των αδελφών Πράις και τα βομβιστικά χτυπήματα στο Λονδίνο, αποτελούν την κορύφωση του αγώνα και η Ντολόρς μαζί με τη Μάριαν, μετά τη σύλληψη τους, γίνονται κεντρικά πρόσωπα του αγώνα στα δικαστήρια. Οι Χιουζ, Ανταμς και σειρά άλλων «αγωνιστών» εντός και εκτός φυλακής,, συνεχίζουν τις βιαιοπραγίες στην Ιρλανδία, στοχοποιώντας όχι μόνο Βρετανούς, Ενωτικούς αλλά και πολιτικούς αντιπάλους σε έναν ιδιόμορφο εμφύλιο στον οποίο η χώρα σιωπά, δεν λέει λέξη, γιατί ο πέλεκις της εκδίκησης είναι βαρύς από «αγωνιστές» αλλά και Ενωτικούς «παραστρατιωτικους».
Φανατισμός και τυφλά χτυπήματα, κατασταλτικές μέθοδοι και κυνηγητό που θύμιζε τη Γερμανική Γκεστάπο εις βάρος αμάχων και κάπου εδώ μαθαίνουμε πως οι ΠΡΟΒΟΣ συνέλαβαν την Τζιν Μακόνβιλ από το εργατικό συγκρότημα πολυκατοικιών που έμενε τα δέκα παιδιά της, ένα βράδυ, ενώ όλη η γειτονιά είχε γυρίσει την πλάτη και κλείσει τα μάτια μπροστά στον φόβο των αντίποινων. «Θα την ξαναφέρουμε» ‘είπαν στο γιό της, για να αφήσει ήσυχο το απόσπασμα που την συνέλαβε για να μην επιστρέψει ποτέ πίσω. Η πορεία της οικογένειας σε ιδρύματα και ανάδοχες οικογένειες συγκλονίζει, ενώ το ερωτηματικό πώς μια γυναίκα που ζούσε προσπαθώντας να επιβιώσει με τον άντρα της νεκρό με δέκα παιδιά κυρίως μέσα στο σπίτι αλλά ήταν και πληροφοριοδότης των Βρετανών, ταλανίζει τον αναγνώστη. Ο Patrick Radden Keefe προσπαθεί να παρουσιάζει στοιχεία και να μην παίρνει θέση, αλλά η αλήθεια που θυμίζει τόσο την δική μας «Ελένη» του Γκατζογιάννη είναι εδώ….Οι ΠΡΟΒΟΣ σκοτώνουν γιατί είναι η «λαϊκή» αυτοδιορισμένη εξουσία.
Η συνέχεια του βιβλίου παρακολουθεί την αλλαγή κλίματος με την προσπάθεια του IRA να αποκτήσει πολιτικό και λαϊκό έρεισμα και του Άνταμς να μην αναγνωρίζει επίσημα τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις αν και φυλακίστηκε μαζί με τον Χιουζ. Παίζοντας πια το παιχνίδι της προσέγγισης της μάζας και βλέποντας ότι η βία δεν μπορεί να ωφελήσει τα μακροπρόθεσμα σχέδια αλλάζει πορεία, αποξενώνοντας και απομονώνοντας τους παλιούς συντρόφους που επιθυμούν να συνεχιστεί η ένοπλη σύγκρουση, με την βία ή την στέρηση από αυτούς κάθε ερείσματος στα ΜΜΕ και τον κόσμο. Η αλλαγή προσώπου του IRA αλλά και η αναφορά στην πορεία των αδελφών Πράις από τη φυλάκιση, τις απεργίες πείνας, στην υπό όρους απελευθέρωση και των μεγάλων απεργιών πείνας, την αρχικά αδιάλλακτη στάση της Θάτσερ ,το θάνατο του Μπομπι Σαντς, που ο Άνταμς θα εκμεταλλευτεί για να αποσπάσει ότι μπορεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι μια γνωστή ιστορία «ξεπουλήματος» των θερμόαιμων ή «ρομαντικών». Εσείς διαλέγετε, για χάρη μιας πιο ρεαλιστικής προσέγγισης που πατάει σε ματωμένες επιφάνειες.
Η επιχείρηση να γίνει γνωστή η τύχη των αγνοούμενων που έχουν εκτελεστεί από τον IRA σε συνδυασμό με μια έρευνα στα ανενεργά πλέον μέλη του, από έναν δημοσιογράφο και έναν πρώην «αγωνιστή» νυν φοιτητή ενός Πανεπιστήμιου, θα οδηγήσει στη συγκέντρωση υλικού από τους πραγματικούς πρωταγωνιστές, που θα αναδείξει την ανεντιμότητα του Άνταμς, προς τον αρχικό σκοπό και τους παλιούς συντρόφους του, αλλά και την τραυματική εμπειρία όλης της χώρας. Με την βοήθεια Βρετανικών αρχείων θα αποκαλυφθούν πληροφοριοδότες εντός της οργάνωσης, υψηλόβαθμα στελέχη, που θα διαφύγουν ή θα αρνηθούν τις κατηγορίες. 20 χρόνια μετά τις Ταραχές, θα υπάρξει μια περιδίνηση η οποία θα συνταράξει τη χώρα. Η ανακάλυψη του πτώματος της εκτελεσμένης Μακόνβιλ, παρουσία της οικογένειας της θα αποτελέσει το έναυσμα, για να αξιοποιηθούν τα αρχεία αυτά ,οι μαρτυρίες από τον Keefe, που δίχως προσωπικό συμφέρον θα μας μεταφέρει ως το σήμερα, φτάνοντας στο συμπέρασμα ποιος εκτέλεσε την Μακόβιλ. Αν ήταν ένοχη συνεργασίας ή όχι το υπονοεί αλλά ποτέ δεν θα γίνει γνωστό. Αν έπρεπε να αφεθεί το πτώμα της σε κάποιο δρόμο, για παραδειγματισμό και να μην θαφτεί ώστε να μην περάσουν δεκαετίες αφήνοντας τα δέκα παιδια της να την περιμένουν, θα τεθεί ως ερώτημα, ακόμη και στα μέλη των ΠΡΟΒΟΣ. Τραγικές εν μέρει φιγούρες οι πρώην «αγωνιστές» Χιουζ και Πραις, αλλά εκπληκτικά εκνευριστικός ο Άνταμς, που θυσιάζει τα πάντα μπροστά στην υστεροφημία του και την επιτυχία του σκοπού του, του δικού του οράματος για την Ιρλανδία.
Όπως κάθε εμφύλιος , ο Ιρλανδικός οδήγησε σε μια παύση εχθροπραξίων. Ο Keefe, αναμοχλεύει το παρελθόν, βασισμένος σε αρχεία και μαρτυρίες των συμμετεχόντων και στο τέλος αφήνει μόνο την πικρία των παραγκωνισμένων «αγωνιστών», τα δάκρυα της οικογένειας, ένα τοπίο, εμφύλιου σπαραγμού, «καρφιών», δολοφονιών, τρόμου, ζηλωτών, στην υπηρεσία ενός ανωτέρου σκοπού και μια έρευνα αστυνομικής φύσεως, γεμάτη στοιχεία, που ο αναγνώστης καλείται να αποφασίσει αν υποδεικνύουν όπως υπαινίσσεται ο συγγραφέας, ότι ο δολοφόνος/εκτελεστής αποκαλύφθηκε. Μια ιστορία εμφύλιου σπαραγμού, αθώων που θυσιάζονται στο όνομα του «σκοπού» και μίσους που η μόνη διέξοδος του είναι η αιματηρή σύγκρουση, μέχρι η πολιτική να αναλάβει να κάνει τον ιδεαλισμό, να φαίνεται ή να είναι απαρχαιωμένος μπροστά στην ανάγκη του ρεαλισμού. Θα ήταν μια αστυνομική ιστορία με πολιτικό υπόβαθρο, αν όλα τα πρόσωπα δεν ήταν αληθινά και οι καταθέσεις τους καταπέλτης για όσα έκαναν και για όσα μετάνιωσαν ,αλλά επίσης για όσα δεν τόλμησαν να αποκαλύψουν δεσμευόμενοι από τον φόβο της αντεκδίκησης και την ενοχή για τις πράξεις τους. Συγκλονιστική ανατομία μιας οργάνωσης που λατρεύτηκε στην Ελλάδα και ήταν εξίσου ανήθικη και δολοφονική όσο και οι Βρετανοί αντίπαλοι της, δικαιολογώντας τα μέσα με πρόφαση τον σκοπό, βάζοντας τον απλό πολίτη στις υποσημειώσεις της ιστορίας. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκληρή και ευφάνταστη από τον κάθε συγγραφέα.
Συγχαρητήρια στον Keefe για τον τρόπο που συνέδεσε και διαχειρίστηκε ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών, διασταυρώνοντας και μέχρι το τέλος ζητώντας από όσους είναι εν ζωή να τοποθετηθούν. Μια δημοσιογραφική δουλειά, που τιμά τον όρο «ανεξάρτητος» δημοσιογράφος και φωτίζει μια περίοδο της Ιρλανδικής ιστορίας άγνωστη σε εμάς αλλά όπως φάνηκε και στην ίδια τη χώρα της, γεμάτη εμφύλια πάθη και μίσος.
Comments