Υπάρχουν βιβλία για μηχανές από ανθρώπους που οδηγούν αυτοκίνητα. Υπάρχουν βιβλία για μηχανές από ανθρώπους που ονειρεύονται, αλλά ποτέ δεν θα δουν ανοικτό δρόμο. Υπάρχουν όμως και βιβλία τίμια, για μηχανές ,50αρια και χιλιάρες που έτρεξαν ,τρέχουν και θα τρέχουν στο δρόμο πριν καταλήξουν για τσίπουρα ή σε ένα ροκ μπαρ, που μουσική θα βάζει ο συγγραφέας.
Μηχανόβιος και αυτός, με το μικρόβιο να μην κρύβεται, μαζεύει μια συλλογή ιστοριών, αληθινών ή όχι, λίγο νοιάζει τον ανανγώστη. Θα συναντήσει μέσα στερεότυπα, ολίγη από Ξανθόπουλο και Ελλάδα του 60, μια πρέζα Ελλάδα του 80, Ελλάδα της κρίσης, αλλά πάνω από όλα ανθρώπους που πονάνε και αγαπάνε τη μηχανή τους. Συμπάσχων, αν και εμένα το πάθος μου ήταν τα βινύλια , έκλαψα στο «Χειμώνα» όταν η κρίση ανάγκασε τον πατέρα να πουλήσει τη μηχανή, για να έρθει φαγητό στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ας όψεται ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης. Μύρισα το οικογενειακό αυτοκίνητο στην «οικογενειακή εκδρομή» με Καλογιαννη και Παριο στο ραδιόφωνο Θυμήθηκα Μιχαλόπουλο, Γαρδέλη, Ντούζο στον «Ξανθό άγγελο». Είδα την Ελλάδα του 60-70 να μην έχει ξεθωριάσει ούτε στο χιλιοστό στον «Γαμπρό». Χαμογέλασα στα «Γατσούλια». Ταξίδεψα με τον Σιδεράκη στον «Χαμένο» και το «Τέλος καραδοκεί» , γέλασα με την αθωότητα και την απλότητα του «Πέφτουμε». Έκανα εικόνα το «Μια μέρα στο ΤΕΛ» εποχές που έχουν χαθεί με τα ταμπλετ, τους τραπερ και τα ακριβά αμάξια που αγοράζουν γονείς σε κακομαθημένα παιδιά. Ένιωσα την αδελφοποίηση που φέρνει ο κοινός τρόπος ζωής στο «Μια ιστορία για τα γεράματα» αλλά πάνω από όλα μελαγχόλησα και χαμογέλασα με την φιλοσοφία μιας γενιάς, που απέδωσε ο Παπακωσταντίνου στον «Κουρσάρο» και όσο υπάρχουν δίκυκλα δεν θα χαθεί στο «Σαν τα μηχανάκια»
Το βιβλίο είναι σε μερικά σημεία λιτό σε σημείο που να σκέφτεσαι ότι ο συγγραφέας, τοποθετεί την κεντρική ιδέα πάνω από τα εκφραστικά μέσα. Είναι όμως η τιμιότητα, η γνώση του αντικειμένου και η αληθοφάνεια των ιστοριών που θα σε κάνουν να μην σταματήσεις. Μαζί με το «Ιστορίες για μηχανόβιους» από τα πιο όμορφα βιβλία που έχω διαβάσει για τους αφανείς ήρωες , τους μηχανόβιους, ασχέτως κυβισμού, που ζουν την στιγμή που το δίτροχο θα ξεκινήσει να κινείται. Γιάννη Σιδεράκη, αν ποτέ έρθεις Αθήνα, θα σε κεράσω μια μπίρα ή τσίπουρο, μέχρι τότε, θα έχω το βιβλίο σου, παρέα για εποχές που λίγοι πλέον καταλαβαίνουν. Ένα βιβλίο, για όσους ξέρουν να αγαπάνε με πάθος.
Σε ευχαριστώ πολύ Στέλιο, για την, σε βάθος και τίμια κριτική σου. Χαίρομαι που υπάρχουν άνθρωποι, που οι ιστορίες τους άγγιξαν, κάτι τους είπαν και για τους ήρωες μου, που μέσα από τις σκέψεις σας, έχουν την δική τους υπόσταση. Ναι! Θα το πιούμε αυτό το τσιπουράκι, σίγουρα! Θα χαρώ πολύ.