Ο αγαπημένος βιβλιοπώλης της Άρτας ξαναχτυπά, στοχεύοντας στο κέντρο και βρίσκει καρδιά. Το νέο του βιβλίο, μια παράφραση του ροκ εν ρολ, όπως το τραγούδησε ο ύψιστος Lemmy στο θρυλικό τριήμερο του Σπόρτινγκ, ακολουθεί την τακτική των «Μηχανόβιων», με μια δύο μικρές διαφορές. Εδώ οι μικρές αυτοτελείς ιστορίες έχουν υπότιτλο, ένα τραγούδι του κλασικού ροκ η της heavy metal που τις προσδιορίζει σε όσους, όπως εγώ, περάσαμε και περνάμε τη ζωή μας ακούγοντας αυτή τη μουσική. Έτσι εξαρχής προϊδεάζει τον ρόκερ αναγνώστη , εν μέρει για το περιεχόμενο ή το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας. Αυτοβιογραφικές ιστορίες με την ευρύτερη έννοια, μιας και αναφέρονται σε μια κουλτούρα και σε μια φυλή που στην Ελλάδα συνδέθηκε με τις μηχανές, τα γήπεδα ενώ μετά το 86 και την περίφημη συναυλία των Saxon στη Ριζούπολη έγινε αυτόνομη και αυτόφωτη. Όμως η ματιά του Σιδεράκη, πλέρια λαϊκή και όχι λαϊκίστικη, καθαρή σαν τα νερά των βουνών της Άρτας, έχει την μαγεία του «επαρχιώτη» που έξω από τις δύο μεγάλες πόλεις ακούει για άλμπουμ, ροκάδικα, μεταλλάδικα και συναυλίες και αναζητά μέσα από κασέτες, δίσκους και ραφτά τον παλμό της μεγάλης πόλης. Αυτό κάνει το βιβλίο του ακόμη πιο αυθεντικό, πιο ανθρώπινο, πιο κοντά στις αρχέγονες καταβολές του ροκ ν ρολ, την λατρεία του ήχου και την προσωπική ανεξαρτησία ακόμα και μέσα στην ομάδα. Η ροκ κοινωνία είναι χαρακτηριστική αυτής των λύκων, ο καθένας επιβιώνει αυτόνομα αλλά προτιμά να ανήκει και να αναγνωρίζει την αγέλη. Οι δεσμοί αίματος, η συναισθηματική φόρτιση των ροκ τραγουδιών, τα όνειρα που χάνονται μέσα στις υποχρεώσεις της καθημερινότητας αλλά και η φλόγα που αρκεί μια νότα, μια χειραψία, ένα βλέμμα σε ένα παλιό δισκάδικό,να ανάψει ξανά, είναι εδώ ζωντανά και ζητάνε αναγνώστες ανοιχτόμυαλους, που δεν σταμάτησαν να ακούν μουσική μετά το στρατό, το γάμο ή τα παιδιά έστω και αν οι προτεραιότητές άλλαξαν.
Μια λαμπρή φωνή μιας γενιάς, που αρνήθηκε τον κομματισμό και το βόλεμα, πολεμώντας στο δικό του μετερίζι ο καθένας, αναπνέοντας και συγχωρώντας με τραγούδια. Άνθρωποι που η επαγγελματική επιτυχία ή αποτυχία, δεν άλλαξε και έχουν κοινό παρονομαστή, όχι πια το μακρύ μαλλί, αλλά το φθαρμένο δερμάτινο , τις φωτογραφίες της οικογένειας και τη λατρεία για τους νεαρούς η γέροντες που επί σκηνής μιλάνε για ροκεντρο. Στο βιβλίο του ο Σιδεράκης έχει μερικές ιστορίες βγαλμένες από τη ροκ μυθολογία. Αν δεν είχατε τέτοιο φίλο, δεν ζήσατε τη ροκ σκηνή των 80ς, όπως στο «Ο φλώρος». Στο«Μια κασέτα» μιλά για την σύνδεση που φέρνει η μουσική στις οικογένειές ακόμα και αν υπάρχει διαφορά γλωσσική, ηλικιακή, ηχητική. Αντίστοιχα τα τείχη της συμβατικότητας πέφτουν όταν μιλά το συναίσθημα όπως στην «Σπασμένη καρδιά» Στο «Τα όνειρα δεν πεθαίνουν ποτέ» αναγνωρίζει κανείς οικεία πρόσωπα της Ελληνικής σκηνής και το «Η μεγάλη απόδραση», είναι ένας φόρος τιμής στην Ελληνική πραγματικότητα στον Μπάλαρντ, τον Χαντερ -Τόμσον, τον Μπάουι και τους HAWKWIND όπως και στο εν τέλει κωμικό και τόσο γεμάτο παραμόρφωση και ατελείωτα riff «Ψυχεδέλεια στον κάμπο».
Δεν θα σας πάρει πάνω από δυο μέρες να το διαβάσετε, αλλά θα σας πάρει εβδομάδες να θυμηθείτε και να γελάστε, θρηνήσετε, χαμογελάσετε, με αναμνήσεις για φίλους και καταστάσεις παρελθοντικές ή και του παρόντος, που όσοι έζησαν ,ήταν τυχεροί. Στην εποχή του streaming και των κινητών, του gps και του διαδίκτυού, τέτοιες ιστορίες είναι βάλσαμο, για μια πληγή που όταν ανοίξει δεν κλείνει, γιατί το ροκνετρο είναι ιδέα. Μαζέψτε τα τραγούδια των ιστοριών σε μια κασέτα, ένα φλασάκι, μια συλλογή στο streamer που αγαπάτε και πάρτε το βιβλίο αγκαλιά. Εμένα με εξέπληξε πόσα κοινά είχαμε στην επιλογή των τραγουδιών και πως τελικά Αθήνα, Άρτα, Θεσσαλονίκη, οι ροκεν τρο τύποι είναι πάντα εκεί, ίδιοι, να φωτίζουν τα βράδια μας με την φλογισμένη ματιά τους.
Το βιβλίο είναι για όσους ζήσαμε την εποχή μια χρονομηχανή που αφήνει χαμόγελα, ένα magic carpet ride που λένε και οι Steppenwolf Μέχρι την επόμενη συνάντηση μας , Γιαννη χρωστάς ακόμα το κέρασμα.
Comments