Η Σώτη Τριανταφύλλου σε ένα ακόμη μυθιστόρημα, που έχει ως συνήθως βαθιά ανθρώπινο χαρακτήρα, με ήρωες που θέλουν να πετάξουν αλλά βουλιάζουν στα δεσμά της συνήθειας, που επιλέγουν γιατί αυτή ξέρουν ή γιατί το αύριο είναι μια επιλογή που δεν θέλουν ακόμα να εξερευνήσουν.
Με φόντο μια μικρή πολη της Σικελίας στα μέσα της δεκαετίας του 50, ο αστυνόμος Λούκα Ντε Ματέις, και η νεαρή Κοντσέττα Βιτάλε, θα μας μιλήσουν για τις ιστορίες τους. Η Ιταλία μετά τον πόλεμο, με τους νοσταλγούς του Μουσολίνι, τους αριστερούς συνδικαλιστές και τους χωρικούς του Νότου, που θεωρούν το Παλέρμο σαν μια δεύτερη πρωτεύουσα και την τοπική Μαφία σαν το Κράτος. Μια χώρα που σε αντιστοιχία με την τότε Ελλάδα, οδηγείται σιγά σιγά στον εκσυγχρονισμό, με την τηλεόραση να απειλεί τον υπαίθριο κινηματογράφο στο καφενείο του χωριού, μια από τις απολαύσεις της νεαρής Κοντσέττα. Η αλλαγή στην κοινωνία, αργεί, σε αντίθεση με την τεχνολογική αλλαγή. Οι Αμερικανοί απελευθερώνουν τους Ιταλούς από τον φασιστικό ζυγό, αλλά οχι από την υπακοή στην Μαφία, τον παραγκωνισμό της γυναίκας, τον νωχελικό ρυθμό της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας σε αντίθεση με τον Βιομηχανικό Βορά, Ο Ντι Ματέι, ορφανό που έχει φτιάξει το μέλλον του μέσα από την προσπάθεια, το διάβασμα, μέλος του φασιστικού κόμματος, δίχως πολιτική στάση, συμμετέχει στην εκστρατεία στην Αβησσυνία, αναιρεί και καταρρίπτει μέσα του, το όνειρο του Μαρε Νόστρουμ, επιζώντας του πολέμου, με την δική του πληγή, την απώλειά της κόρης του από υψηλό πυρετό, που αμέλησε να φροντίσει εγκαίρως . Η διάλυση του γάμου του, δίνει στον ψηλό αστυνόμο, ένα μόνο σκοπό, να διαλύσει την Μαφία. Για να το πετύχει αυτό κατεβαίνει στη Σικελία με σκοπό να δημιουργήσει ένα πίνακα οικογενειών και κοινών μοτίβων στα εγκλήματα, να κινητοποιήσει τον τοπικό πληθυσμό και τελικά να νικήσει τη Μαφία απομονώντας τη. Η Κοντσέττα Βιτάλε, μέλος μιας οικογένειας με κορίτσια που ο γάμος είναι η λύση για να φύγουν από το σπίτι, έχει όνειρα, να τελειώσει το γυμνάσιο, να δει την Ρώμη.
Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται, όταν η κοπέλα παίρνει την θέση της καθαρίστριας στο αστυνομικό τμήμα. Ο αστυνόμος την έχει υπό την προστασία του. Η αλλαγή έρχεται, όπως το ηλεκτρικό, το μικρό φίατ του Αστυνόμου και η τηλεόραση, αλλά δεν υπολογίζει τον αστάθμητο παράγοντα. Την βαθιά ριζωμένη οπισθοδρομικότητα, την άρνηση να ξεφύγουν από τη ραστώνη του Νότου. Η Κοντσέττα θα πέσει θύμα βιασμού, ο αστυνόμος, θα προκαλέσει με τις επαφές και τα ευρήματα του την Μαφία και η τύχη και των δύο θα αλλάξει. Θα οδηγηθούν σε επιλογές που θα αποδεχθούν , μοιρολατρικά ο αστυνόμος, που η ζωή του είναι βραδινά νεγκρόνι και αναπολήσεις της οικογενειακής ζωής παρέα με Ιταλικά τραγούδια.
Η κοπέλα θα κάνει την δική της επανάσταση, θα επιζητήσει την αλλαγή, θα βρει την απρόσμενη στήριξη μέσα στην οικογένεια της και τελικά θα αποφασίσει με γνώμονα όχι τις επιταγές της τοπικής κοινωνίας, αλλά τις δικές της δυνατότητες. Η Τριανταφύλλου ακόμη μια φορά, έχει ήρωες και ηρωίδες ανθρώπους, με όνειρα και λιγότερο πάθη, που ασφυκτιούν από το παρελθόν αλλά δεν έχουν πάντα την δυνατότητα να αλλάξουν το μέλλον, χωρίς όμως να αποδέχονται αυτή την αδυναμία. Σε μια κοινωνία βαθιά συντηρητική, οι ίδιοι θεσμοί ,που λειτουργούν ως βαρίδια θα λειτουργήσουν επωαστικά, γιατί η ίδια παράδοση που λειτουργεί ως τροχοπέδη, είναι κοιτίδα επώασης για την πληγωμένη Κοντσέττα, δίνοντας της το θάρρος να αποφασίσει, να αντιμετωπίσει τον κόσμο, με μικρά, αλλά σταθερά βήματα. Δίχως να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς ,αλλά με μια ρεαλιστική γραφή, λιτή και απλή, όχι απλοϊκή, η Τριανταφύλλου, αποδομεί την γραφικότητα του Ιταλικού Νότου, αντίστοιχα της Ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας και εστιάζει σε ο,τι κάνει τον άνθρωπο πιο δυνατό. Στον σκοπό, την ανάγκη να προχωρήσουμε και να αλλάξουμε σε πείσμα συνθηκών, κοινωνικών επιταγών.
Το ¨Σικελικό ειδύλλιο» δεν είναι σε καμία περίπτωση, μια ερωτική ιστορία, όπως υπαινίσσεται ο τίτλος του. Είναι μια ιστορία για τον έρωτα, την απογοήτευση, βαθιά αισιόδοξη, ακόμα και όταν ο θάνατος και η κοινωνική απόρριψη κυριαρχούν. Ένας μικρός ύμνος στην αγάπη για το διάβασμα, το όνειρο, την γνώση και την ανάγκη του καθενός να χαράζει το δικό του μονοπάτι, έστω και μικρό, παίρνοντας την ευθύνη των πράξεων του. Δίχως μεγαλοστομίες, αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση, ένα χαμόγελο και μια σκέψη για το χθες, που στις ημέρες μας με τις δολοφονίες πάθους γυναικών, είναι ακόμη πιο επίκαιρο, για την πραγματική γυναικεία χειραφέτηση που είναι για την Κοντσέττα, έστω και με άγνοια όρων όπως χειραφέτηση και φεμινισμός, καθημερινή πρακτική σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Μια παραβολή για την διαφθορά και τον έλεγχο στον απλό άνθρωπο, σε κοινωνικό επίπεδο με τη σύγκρουση του Ντι Ματέι με τη Μαφία και της Κοντσέττα με την οικογένεια και το περιβάλλον της. Πριν σηκωθείς πρέπει να πέσεις, πριν τρέξεις, πρέπει να μάθεις να περπατάς και να στοχεύεις εκεί που μπορείς, για να δεις το αύριο λίγο καλύτερο. Σώτη Τριανταφύλλου σε μια ένεση αισιοδοξίας, σε έναν σκοτεινό κόσμο, επίκαιρη και γεμάτη εν συναίσθηση, αναδεικνύοντας τις ομοιότητες ανάμεσα στη δεκαετία του 50 σε Ελλάδα και Ιταλία αλλά και πόσο λίγο έχουμε προχωρήσει σε βασικά θέματα. Αν έχετε κόρη κάντε της αυτό το βιβλίο δώρο.
Comments