Για το Ολοκαύτωμα θα διαβάσετε πολλά βιβλία. Λίγα θα σας μιλήσουν για όσους επέζησαν και την δυσκολία να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους στον άνθρωπο. Πολύ δε περισσότερο, όταν οι επιζώντες είναι παιδιά. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ρόμπι Γουέισμαν , Πολωνοεβραίος που στα δέκα του χρόνια βρέθηκε εργάτης στην πολεμική βιομηχανία και κατέληξε τελικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ. Εκεί κατόρθωσε να επιζήσει μαζί με περίπου 1000 ακόμα παιδιά κάτω των δεκαοκτώ ετών με την βοήθεια της Εβραϊκής και Πολωνικής αντίστασης που έφτιαξε ένα δίκτυο προστασίας τους στο στρατόπεδο.
Ο Γουέισμαν μας μιλά για τρείς ιστορίες, τρεις ζωές, που τέμνονται και χάνονται στο χρόνο. Αυτή του ανέμελου παιδιού, μιας Εβραϊκής οικογένειας σε ένα Πολωνικό χωριό πριν τον πόλεμο. Με όλα όσα κάνουν την ζωή όμορφη και δύσκολη. Τον πατέρα ράφτη που εκτιμούσε όλη η κοινότητα. Την μητέρα που φρόντιζε την πολυμελή οικογένεια, τους γάμους και τις συγκεντρώσεις μια κοινότητας όλο ζωή. Μετά για την αλλαγή με την έλευση του Χίτλερ στην εξουσία και τον φόβο όσο οι εχθροπραξίες επεκτεινόταν στις γειτονικές χώρες αλλά και την αισιόδοξη στάση του πατέρα του, που πίστευε στον άνθρωπο, τον πολιτισμό ακόμη και όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Πολωνία και αρχίσαν τον διαχωρισμό και τις εκτοπίσεις. Ταυτόχρονα περιγράφει την αλλαγή στάσης των γειτόνων, φίλων, Χριστιανών και πως η κοινωνία έδειξε το καλύτερο η χειρότερο πρόσωπο της, όταν αποφάσισε να βοηθήσει –συχνά με ψηλές υλικές ανταμοιβές ,ανταλλάγματα ή να καταδώσει τους Εβραίους και πολύ περισσότερο τα Εβραιόπουλα, που προσπάθησαν να σώσουν οι γονείς τους κρύβοντας τα σε Χριστιανικές οικογένειες.
Η δεύτερη ιστορία είναι αυτή της επιβίωσης ως εργάτης σκλάβος στο εργοστάσιο πυρομαχικών. Εκεί που ο ίδιος ο ο πατέρας του τον έδιωχνε για να επιζήσει είτε με την Πολωνική αντίσταση είτε ως φυγάς, αλλά ο μικρός Ρόμπι επέστρεφε. Είτε γιατί η αντίσταση σε μια βαθιά αντισημιτική κοινωνία τον είχε ως κινητό στόχο των όπλων της για να διασκεδάσει, είτε γιατί ήταν αδύνατο για ένα παιδί κοντά στα δώδεκα να επιβιώσει μόνο στην εχθρική ύπαιθρο, με τους αγρότες να καταδίδουν, από φόβο μην κατηγορηθούν για συγκάλυψη. Στο εργοστάσιο θα δει τον αδελφό του και τον πατέρα του να φεύγουν με το φορτηγό των αρρώστων, το φορτηγό που όλοι γνώριζαν ότι δεν επιστρέφει γεμάτο. Ο φόβος και η πείνα μαζί με την ανάγκη για επιβίωση για να ξαναδεί την οικογένεια του να συγκεντρώνεται ολόκληρή, θα τον οδηγήσουν στην επιβίωση μαζί με την τύχη. Όπως όταν επιλεχθεί να πεθάνει και τον σώνει ένας αξιωματικός των SS ως χρήσιμο και αναντικατάστατο εργάτη . Αυτές οι συγκυρίες θα σηματοδοτήσουν τη ζωή του σε ένα χώρο όπου ενήλικοι και ανήλικοι εργάτες σκλάβοι υπηρετούν την Γερμανική πολεμική βιομηχανία, δίχως έλεος για τον άνθρωπο. πως. Μικρές στιγμές ανθρωπιάς όπως του Γερμανού φρουρού που το παίρνει παράμερα να του δώσει ένα μήλο και οχι να τον σκοτώσει ή χτυπήσει όπως φοβάται ο Γουέισμαν, απλά απαλύνουν τα ζοφερά χρώματα.
Η συνέχεια στο Μπουχενβαλντ, από την διαδρομή με το τραίνο, με τους Εβραίους, να λιμοκτονούν και να παραλαλάνε για λίγο νερό , μέχρι την επιλογή στο στρατόπεδο συγκέντρωσής , είναι ακόμη μια μαρτυρία για την τυραννία ενός λαού (Γερμανοί) επάνω σε μια φυλή , δίχως λογική και δίχως ανθρωπιά. Οι απόγονοι του Γκαίτε αφιονισμένοι από τις θεωρίες περί ανωτερότητας ασκούν κάθε παράλογη βία σε παιδιά, ηλικιωμένους και δείχνουν τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Το στρατόπεδο περιγράφεται σε κάθε στιγμή της ζωής του ως αιχμάλωτος αλλά και ως επιζήσαντας γιατί τον έχει σημαδέψει. Αντί για παιχνίδια έμαθε να ψάχνει για φαγητό. Αντί για το μητρικό χάδι, είχε την φροντίδα των μεγαλύτερων αιχμαλώτων, γιατί τα παιδία είναι η ελπίδα, να ζήσουν να μιλήσουν , να μην επαναληφθεί οτι συνέβη εκεί. Η απελευθέρωση θα τους φανεί σαν ψέμα. Αποδεκατισμένοι από τις ασθένειες και την πείνα θα δουν τους Αμερικάνους να τους απελευθερώνουν και θα αναρωτηθούν αν υπάρχουν, αν ζουν ,πως επέζησαν, γιατί επέζησαν και αν ο Θεός υπάρχει και πως άφησε να συμβούν όλα όσα συνέβησαν.
Η τρίτη ιστορία είναι η πιο συγκλονιστική. Χίλια παιδιά που επέζησαν και κανείς δεν πιστεύει ότι θα μπορέσουν να επιστρέψουν στο κανονικό κόσμο .Χίλια παιδιά με πεινασμένο βλέμμα, με τον φόβο στην καρδιά τους, ντυμένα με στολές της Χιτλερικής νεολαίας γιατί έπρεπε να βγάλουν τις ριγέ στολές των στρατοπέδων. Ανάμεσα τους Ο Γουέισμαν και η παρέα του. Μεταφέρονται στην Γαλλία και βρίσκουν φροντίδα. Το ερώτημα όμως είναι μπορούν να τη δεχτούν? Να εμπιστευτούν ξανά τον άνθρωπο . Κρύβουν φαγητό κάτω από το μαξιλάρι τους, Αρνούνται να κάνουν μπάνιο. Τρομοκρατούνται από τις φωνές και τους θορύβους και πάνω από όλα, όσο συνειδητοποιούν ότι όλα τελείωσαν αναζητούν την οικογένεια τους, την πατρίδα τους. Ο Γουέισμαν με τους Σοβιετικούς να έχουν καταλάβει την χώρα του δεν μπορεί να επιστρέψει. Από μια λίστα του Ερυθρού Σταυρού μαθαίνει ότι η αδελφή του είναι ζωντανή΄ στη Γερμανία και με τη βοήθεια ενός νεαρού Εβραίου κομμουνιστή ξεκινά με το τρένο να τη συναντήσει. Είναι εκεί, είναι αυτή, αλλά θα προτιμήσει να πάει στο νέο κράτος του Ισραήλ. Ο Ρόμπι είναι και πάλι μόνος. Επιστρέφει στο στρατόπεδο επανένταξης και αρχίζει μια φυσιολογική ζωή. Με κοπάνες, ανεμελιά, γνωρίζει μια νεαρή Εβραιοπούλα που έχει επιζήσει κρυμμένη σε διπλανό σπίτι, μια Γαλλίδα, αλλά ζει με την αγωνία για την οικογένεια του και μια ανάγκη επιβεβαίωσης που δεν μπορεί να διαχειριστεί . Οι καλών προθέσεων εργαζόμενοι, ψυχολόγοι, δάσκαλοι προσπαθούν να τον βοηθήσουν, να ανοιχτεί, να εμπιστευτεί, αυτός και τα υπόλοιπα παιδιά. Κάποιοι πιο γρήγορα ,κάποιοι πιο αργά αρχίζουν να συνειδητοποιούν την αλήθεια. Δεν υπάρχουν πια οι δικοί τους άνθρωποι ή η περισσότεροι από αυτούς. Δεν υπάρχει πια παιδική ηλικία, μόνο ο δρόμος για το μέλλον. Επιλέγουν σχολές κατάρτισης, αρχίζουν να μεταναστεύουν. Τον Ρόμπι αναλαμβάνει ως μέντορας μια πλούσια Γαλλική οικογένεια που τον αγκαλιάζει και από σύμπτωση μια γνωριμία με μια Εβραίική οικογένεια Γάλλων που αποδεικνύονται ξαδέλφια του. Η ζωή του είναι σκαμπανεβάσματα σε κάθε ψεύτικη ή αληθινή πληροφορία για κάποιον συγγενή του που ζει. Ένα ταξίδι στις τραυματικές εμπειρίες του χθες και το μοναχικό σήμερα. Θα εμπιστευτεί τους ανθρώπους και θα πάρει τις αποφάσεις του.
Μαζί με την παρέα του, θα ενταχθούν στον μεταπολεμικό κόσμο, σε αντίθεση με όσα πίστεψαν για αυτούς. Με το βλέμμα σκοτεινιασμένο από την περιπέτεια του χθες, θα κοιτάξουν μπροστά, για να μην ξεχαστούν όσα έγιναν, για να κάνουν όσα δεν έκαναν τα αδέλφια τους, οι γονείς τους. θα ζήσουν για εκείνους και τους εαυτούς τους. Η τελετή ενηλικίωσης, είναι συγκλονιστική. Τα αγόρια του Μπουχενβαλντ, δεν μισούν τους δεσμώτες, βασανιστές τους, αλλά όσους τους εγκατέλειψαν. Η σύγκρουση θρησκευόμενων με «άθεους» Εβραίους είναι χαρακτηριστική. Μαθαίνουν σιγά σιγά να ξαναζούν και ταυτόχρονα να αισθάνονται. Ο Γουέισμαν θα αλλάξει όπως και ο νεαρός φίλος του, πρώην κομμουνιστής, αφού ταξίδεψε στο Ανατολικό πλέον μπλοκ και γνώρισε τον Σοβιετικό αντισημιτισμό/ άποψη για την Ευρώπη. Θα θελήσει να πάει μακριά, εκεί που ένας νέος πόλεμος δεν θα τον φτάσει. Θα μεταναστεύσει στον Καναδά και θα ξεκινήσει μια νέα ζωή. Ακόμη και εκεί, δεν θα τοποθετηθεί στον Γαλλόφωνο ,αλλά στον Αγγλόφωνο Καναδά, ακόμη μια αντιξοότητα, γεγονός που θα τον υποχρεώσει να μάθει ακόμη μια γλώσσα. Όμως θα ζήσει για την οικογένεια που έχασε, για όσα δεν ξέχασε και θα βρεθεί ένας αναθεωρητής (του Ολοκαυτώματος) δάσκαλος σε σχολείο που με την άρνηση του Ολοκαυτώματος, θα οδηγήσει τον Γουέισμαν να μιλήσει, να θυμηθεί και να μας κάνει να νιώσουμε τον τρόμο, τον φόβο και την μοναξιά του Στρατοπέδου αλλά και της ζωής μετά. Την αγωνία για όσους ποτέ δεν βρέθηκε ίχνος τους, τον πόνο για όσους έμαθαν ότι δεν υπάρχουν πια. Μας διδάσκει την δύναμη του ανθρώπου οχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να σηκώσει ξανά τα μάτια του προς το φως και να ονειρευτεί, να παλέψει, να δημιουργήσει.
Ένα βιβλίο που θα έπρεπε να διαβάζεται υποχρεωτικά στα Γερμανικά σχολεία αλλά και γενικότερα για το πως ο σημερινός γείτονας και φίλος έγινε «παράσιτο». Πως ένα μικρό παιδί, ενηλικιώθηκε μέσα στο φόβο και το μίσος και σε πείσμα όλων κατάφερε να ενταχθεί στον μεταπολεμικό κόσμο. Στα αγόρια από το Μπουχενβαλντ, υποκλινόμαστε, γιατί δεν έφταιξαν σε τίποτα αλλά υπέφεραν τα πάντα.
Commentaires