Ακόμα ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο από τη σειρά των εκδόσεων Gutenberg με θεμα την ιστορία. Εδώ ένας ακραιφνής Γερμανός, αλλά όχι Ναζί, αγγίζει θέματα ταμπού. Αναφέρεται στην προπολεμική Γερμανία, τα χρόνια του Μεσοπολέμου, την άνοδο των Ναζί, τον πόλεμο και φτάνει μέχρι τις δίκες των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην πρώτη του μορφή το 1966 και έγιναν από τον ίδιο τον συγγραφέα κάποιες προσθήκες το 1976. Αποτελεί ένα ακράδαντο τεκμήριο για το γεγονός οτι δεν ήταν όλοι οι Γερμανοί Ναζί. Επίσης μια αμείλικτη μαρτυρία για την δύναμη της συλλογικής υποταγής στο σύστημα που όταν σφετεριστούν επικίνδυνοι άνθρωποί βλέπε Χίτλερ στη Γερμανία, Στάλιν στην ΕΣΣΔ, οι κάθε είδους ,μορφής και έκτασης διωγμοί και ακρότητες εις βάρος εθνοτήτων, θρησκευτικών ομάδων κτλπ γίνονται αποδέκτες και εκ των υστέρων ουδείς γνώριζε κτλπ.
Ο Κρούγκερ μιλά για τα παιδικά/φοιτητικά του χρονιά στο Αιχκαμπ, ένα προάστειο του Βερολίνου, σε μια μικροαστική οικογένεια, με πατέρα παλαίμαχο του ΑΠΠ ,ανώτερο δημόσιο υπάλληλο, μια θρησκευόμενη μητέρα και μια αδελφή, την Ούρσουλα που ο θάνατος της θα δείξει τις αδυναμίες της Αγίας Γερμανικής οικογένειας. Το μικροαστικό περιβάλλον των Κρούγκερ, οι περιορισμοί και αφορισμοί, «δεν θα πάτε στις περιοχές των εργατών, των κόκκινων, γιατί κινδυνεύετε», η «ανωτερότητα» τους σε σχέση με το υπηρετικό προσωπικό, να απολυθεί η υπηρέτρια που έμεινε έγκυος ως ηθικό μίασμα, είναι ενδεικτικές του ίδιου μικροαστισμού που κυριάρχησε και στην χώρα μας ως το 70, πριν δώσει τη θέση του στο νεοπλουτισμό των 80ς, τον λαϊκισμό και μετά το 2010 στο τραγικό ξέσπασμα των κρατικιστών του ΣΥΡΙΖΑ/Βαρουφάκη/Καμμένου. Είναι ενδεικτικό ότι η προσκόλληση στο Κράτος είναι χαρακτηριστικό του απολυταρχισμού είτε λέγεται Χίτλερ, είτε Στάλιν, είτε Τσίπρας, είτε Μητσοτάκης. Εκτιμάται μόνο η μονιμότητα, το Κράτος, ο μηχανισμός παραγωγής έργου μέσα από σειρά νομοθετημάτων που αποδομούν και απαγορεύουν την ελεύθερη σκέψη. Η υγιής αντίδραση του νεαρού Κρούγκερ, θα τον φέρει άθελα του σε επαφή με Ρώσους εμιγκρέδες και μια αντιναζιστική ομάδα. Θα συλληφθεί, θα φυλακιστεί και θα περιγράψει την ζωή του ως πολιτικός κρατούμενος, ειδικότερα την στέρηση της ελευθερίας με μελανά χρώματα και την όποια αισιοδοξία προσφέρει το νεαρό της ηλικίας του, όντας φοιτητής.
Η αυτοκτονία της Ούρσουλα, της αδελφής του, που θα «λιώσει» στο νοσοκομείο και θα δώσει την ευκαιρία στην μητέρα του, να την επαναφέρει στις τάξεις των Χριστιανών με τη βοήθεια της Εκκλησίας, θα δώσει το ύφος και το ήθος μιας εποχής, που η Εξουσία σε επίγειο και υπέργειο κόσμο πρέπει να ικανοποιηθεί για να έχει ο άνθρωπος «καλή ζωή» ακόμη και νεκρός. Το τμήμα του βιβλίου, με τον αργό θάνατο της νεαρής κοπέλας, δείχνει την αποσάθρωση της Γερμανικής οικογένειας και κοινωνίας και στιγματίζει τον Κρουγκερ για το υπόλοιπο της ζωής του, καθώς οι αναφορές σε αυτόν θα είναι συχνές, πυκνές και μελανές.
Ο πόλεμος θα τον βρει στην Λουφτβαφε, όπου θα πολεμήσει ως πεζικάριος, μέχρι να παραδοθεί στους συμμάχους, αντιλαμβανόμενος το μάταιο της συνέχισης της αντίστασης. Εκεί αρχίζει η παραδοχή των λαθών της Γερμανίας και μια κατάδυση στην κόλαση των στρατοπέδων αιχμαλώτων που δημιούργησαν οι Δυτικοί και λίγοι μιλάνε σήμερα. Εκατομμύρια άνδρες που δεν μπορούν να τραφούν και κανείς δεν γνωρίζει πως θα «αποναζιστικοποιηθούν». Ο Κρούγκερ καταγράφει την αλλαγή των Ναζί, που απλά τείνουν το κεφάλι για να γλύψουν το χέρι του νέου αφεντικού. Αποστασιοποιημένος από κάθε επιθυμία για εξουσία, παρατηρεί, όσα έκαναν οι Γερμανοί και αναζητά τα αίτια, γιατί κανείς δεν είπε όχι και το μερίδιο ευθύνης τους στην διάλυση της Ευρώπης και την εξόντωση των μειονοτήτων.
Στο ίδιο πλαίσιο, δημοσιογράφος πια, θα καταγράψει τις δίκες του Άουσβιτς, τις τελευταίες μαζικές δίκες στην μεταπολεμική Γερμανία. Θα σκιαγραφήσει τα πορτρέτα των κατηγορουμένων που αρνούνται τα πάντα, δεν ξεχωρίζουν ανάμεσα στο κοινό του ακροατηρίου και επιθυμούν να τελειώσει η δίκη και να πάνε σπίτια τους. Ο Ναζισμός έχει τελειώσει, μαζί με τον πόλεμο σαν ένα θεατρικό έργο και τώρα οι θεατές και ηθοποιοί καλούνται να συνεχίσουν με το επόμενο έργο. Κανείς δεν ταράζεται με τις μαρτυρίες των επιζώντων. Το δικαστήριο απλά παρατηρεί και προσπαθεί να είναι αντικειμενικό, να μην αδικήσει και τιμωρήσει κάποιον αθώο Γερμανό από τη στιγμή που οι επιζώντες έχουν στοιχεία, που νομικά δεν είναι πάντα ακλόνητα. Ο Κρουγκερ μιλά για την μεταπολεμική Γερμανία, με θάρρος, θυμίζοντας σε όλους ότι η ανοχή του μεσοπολέμου στον επερχόμενο Ναζισμό έγινε επιβράβευση από τους συμμάχους μεταπολεμικά, για το Γερμανικό οικονομικό θαύμα, το νέο σύμμαχο ενάντια στην ΕΣΣΔ, δίνοντας μια άτυπη άφεση αμαρτιών για όσους δεν τιμωρήθηκαν και δεν υπήρχαν συντριπτικά στοιχεία εις βάρος τους. Αρκεί η Νυρεμβέργη, όπως ειπώθηκε πλειστάκις.
Τα παλιά προάστεια, άλλαξαν μορφή. Τα ερείπια χτίστηκαν. Οι νεκροί ξεθάφτηκαν και τα απομεινάρια τους πετάχτηκαν στις χωματερές κοκκάλων που θα τα συνθλίψουν, όπως την αδελφή του συγγραφέα. Η Ναζιστική Γερμανία, θάφτηκε στα ερείπια του Μάη του 45 αλλά όσα δεν έγιναν, έζησαν, ζουν και θα ζουν μέσα από γραπτά σαν αυτό του Κρούγκερ. Μιλά, δείχνει ,θυμίζει, μην αφήνοντας τον εαυτό του έξω. Μιλά για την σιωπή όλων, μπροστά στην πλασματική ευημερία που έφερε το Ραιχ και τον φόβο ,την έλλειψη θέλησης να αντιδράσει ο οποιοσδήποτε στην καταιγίδα που αν και μούσκευέ την χώρα, όλοι την χαρακτήριζαν φθινοπωρινή βροχούλα.
Δίχως ηρωικές στιγμές, εξάρσεις και πύρινα κατηγορητήρια, ο Κρούγκερ θέτει σε εμάς το ερώτημα που έθεσε και στον εαυτό του. Γιατί έγιναν όλα αυτά, με εμένα σιωπηλό συνένοχο, για να βγω από την φυλακή, για να επιζήσω του πολέμου. Μιλά για τους Εβραίους γείτονες που αρχικά παραγκωνίστηκαν και μετά εξαφανίστηκαν, τον νέο κόσμο που αναδύθηκε και χάθηκε τελικά στη φωτιά του πολέμου και την χώρα που αντί να υψώσει τη φωνή της στον παραλογισμό, τον αγκάλιασε. Το ηθικό βάρος του βιβλίου είναι τεράστιο, γιατί αποτελεί το σιωπηρό ψίθυρο της πλειοψηφίας, που βασάνισε και βασανίστηκε, αλλά τολμά να ρωτά γιατί δεν αντέδρασα. Λυγμός και ερώτημα για όλους εμάς, που βλέπουμε την Δυτική κοινωνία, να ισλαμοποιείται, και να ευνουχίζεται με το νεοφασισμό των Metoo, BlackLivesmatters και λοιπόν κινημάτων πολιτικής ορθότητας, που μόνο σκοπό έχουν όπως ο Ναζισμός και ο Σταλινισμός, να επιβάλλουν το δίκαιο της μάζας, δια της βοής και της βίας. Ίσως ο Κρούγκερ αν ζούσε σήμερα να μπορούσε να κάνει κάποια ζοφερά σχόλια για την Δυτική κοινωνία που ανέχεται τις κυβερνήσεις της να την κάνουν αποθήκη ανθρώπων και υποστηρικτή των Νεοναζί στο σιτοβολώνα της Ευρώπης, ίσως πάλι απλά να σιωπούσε όπως έκανε και το 39. Εσείς τί θα κάνατε?
Comments