Η αποδόμηση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας από τον ίδιο το λαό της, είναι η ιστορία του εξαγνισμού της Γερμανίας στον 20ο αιώνα. Μια μεταπολεμική γενιά, που δεν είχε γνωρίσει στο ελάχιστο τις θηριωδίες των Ναζί, ούτε το όνειρο του επιβληθέντα με σιδηρά πυγμή Λαϊκού Σοσιαλισμού και τελικά αναζήτησε την ελπίδα, πέρα από το Τείχος. Ο Μαξίμ Λέο είναι μέρος αυτής της γενιάς. Μέσα από την οικογενειακή ιστορία του, μας περιγράφει την άνοδο και την πτώση της Ανατολικής Γερμανίας. Δεν μιλά με πολιτικούς όρους. Δεν προσπαθεί να πείσει για το σωστό ή το λάθος των ενεργειών και των όσων τις υποκίνησαν. Είναι ο ίδιος μέλος και μέρος της χώρας που συνέβησαν όσα συνέβησαν και των όσων συνέβησαν.
Η ιδιαιτερότητα αυτής της οικογενειακής σάγκας είναι το ιστορικό των συμμετεχόντων. Οι δύο παππούδες του, ενεργοί στην δημιουργία της Ανατολικής Γερμανίας με άκρως αντίθετα παρελθόντα. Ο Γκέρχαρντ , Εβραίος, από μεγαλοαστική οικογένεια, που διέφυγε στην Γαλλία με την άνοδο των Ναζί. Εκεί εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα και την Γαλλική αντίσταση, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, στον αγώνα εναντίων των Ναζί. Στον ίδιο αγώνα που αναγνώρισε οτι δεν είναι όλοι οι Γερμανοί , Ναζί και απάνθρωποι και εξαιτίας αυτής της διαφοράς επέζησε του πολέμου και της αιχμαλωσίας του από την Γκεστάπο. Στη συνέχεια έγινε δημοσιογράφος και εργάστηκε για το κόμμα σε θέσεις στην Ευρώπη αλλά κι στην Α. Γερμανία. Τέθηκε στο μικροσκόπιο της Στάζι, αλλά το παρελθόν του και η δράση του και συνεργασία του με τις μυστικές υπηρεσίες εναντίον των Δυτικών, του παραχώρησε το δικαίωμα, να ασκεί κριτική και να ταξιδεύει στον ελεύθερο κόσμο, που αγαπούσε να μισεί, ως καπιταλιστικό, ιδιαίτερα την Γαλλία, που θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του.
Ο έτερος παππούς Βέρνερ ανδρώθηκε μέσα στις κακουχίες της μεταπολεμικής μετά τον Α'ΠΠ Γερμανίας και στον Εθνικοσοσιαλισμό, βρήκε την ευκαιρία ανέλιξης για τον μέσο άνθρωπο που δεν είχε περγαμηνές οικογενειακής δόξας. και πλούτο. Πολέμησε στο Δυτικό μέτωπο, αιχμαλωτίστηκε και παρέμεινε αιχμάλωτος στη Γαλλία. Η επιστροφή του στην οικογένεια του, με τα δύο παιδιά, τον βρήκε απομακρυσμένο από την μεταπολεμική Γερμανία. Μια μικρή σύμπτωση, οτι το γραφείο εργασίας και η νέα του θέση ήταν στο Ανατολικό Βερολίνο, τον έκαναν υπέρμαχο του επόμενου μαζικού κινήματος που θα άλλαζε τον κόσμο, του Σοσιαλισμού. Εξίσου ένθερμος για τη νέα μαζική ιδεολογία με το παρελθόν, θα επιβάλλει την κομματική νεολαία στα παιδιά του, πριν εγκαταλείψει την οικογένεια του, για μια νέα οικογένεια και μια Σοσιαλιστική επανεκκίνηση.
Η κόρη του δημοσιογράφου, αγωνιστή, αντιφασίστα Γκέρχαρντ, που θα ακολουθήσει την καριέρα του και θα νιώσει την δαγκάνα της λογοκρισίας και της κομματικής υποταγής, να την πνίγει, πρώτα στην εφημερίδα και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο, θα ερωτευθεί τον Βόλφ,γιο του πρώην Ναζί, έναν καλλιτέχνη και ελεύθερο πνεύμα που απεχθάνεται την υποχρεωτικότητα, χωρίς να διαφωνεί με τον Σοσιαλισμό. Η Άννε θα αμφισβητήσει το Κόμμα, ψάχνοντας για μια ανθρώπινη, σοσιαλιστική κοινωνία, δίχως τους αυτοματισμούς και το πανταχού παρόν μάτι της Στάζι. Ο Βολφ, θα αναγνωριστεί για το καλλιτεχνικό του ταλέντο, μέσα από την διπροσωπία της Ανατολικής Γερμανίας, δίνοντας νόημα στο δικαίωμα, να ρωτάς και να ζητάς απαντήσεις που δεν διυλίζονται από τα κομματικά φερέφωνα. Οι δύο τους, θα περιθωριοποιηθούν σε μια Ανατολική Γερμανία, που ένας στους δύο κατοίκους θα συνεργαστεστεί, όχι πάντα με τη θέληση του με τη Στάζι. Η χώρα προετοιμάζεται εν μέσω στερήσεων και μαζικών ονειρώξεων για την επερχόμενη νίκη του Σοσιαλισμού, προσπαθώντας να εξαγνίσει το αμαρτωλό παρελθόν της. Οι παππούδες του Λέο έχουν κάθε λόγο να επενδύουν στην νέα κοινωνία. Για να αποφύγουν τις ενοχές της Γερμανικής καταγωγής τους, ακόμη και αν ο ένας εκ των δύο εναντιώθηκε στο Ναζισμό και θέλει να αποσοβήσει την επανεμφάνιση του. Γίνονται ακραίοι, άκαμπτοι και μονολιθικοί σε οικογένειές που θυμίζουν το κόμμα. Ο Γκέρχαρντ πιο κοσμοπολίτης θα δώσει στον εγγονό του, μια γεύση της Δύσης και θα του εγείρει ακόμα περισσότερα ερωτηματικά, για την αξία της πολιτικής και πολιτιστικής απομόνωσης. Η πολιτική τοποθέτηση των γονιών του που αρνούνται να γίνουν πιόνια σε ένα σύστημα κατασκόπων, μέσα και έξω από κάθε σπίτι θα αμαυρώσει το μέλλον του απαγορεύοντας του την είσοδο στην ανώτατη εκπαίδευση και δίνοντας του υποχρεωτικά μια θέση στην τεχνική εκπαίδευση και αυτή μετα βίας, εφόσον δεν ενδώσει να δώσει πιστοποιητικά κομματικής νομιμοφροσύνης.
Οι περιγραφές των δύο οικογενειών από τη δεκαετία του 30 με το φόβο των Ναζί, στον πόλεμο και μετά στην ανοικοδόμηση της Μεγάλης Λαοκρατικής Ανατολικής Γερμανίας, φαντάζουν σήμερα περίεργες , στην εποχή της ελεύθερης,πλουραλιστικής πληροφόρησης και της ελευθερίας της διακίνησης των ιδεών. Για όσους μεγάλωσαν στη δεκαετία του 60 και 70 είναι αιχμηρά οδυνηρές. Ειδικά αν ήταν στην Δυτική πλευρά του παραπετάσματος, βλέποντας πως οι συνομήλικοι τους, καθοριζόταν σε κάθε επίπεδο της ζωής τους από την κομματική υποταγή. Η νύχτα στα κρατητήρια στην αρχή των διαδηλώσεων κατά του Χόνεκερ και του Τείχους είναι στιγμές που αναρωτιέται ο Δυτικός πολίτης, τις διαφορές της Χιλής του Πινοσέτ, από την Α.Γ του Χόνεκερ. Γέροντες εθισμένοι στην εξουσία και την απολυτότητα και ορθότητα των θέσεων τους , προσπαθούν να καταπνίξουν κάθε διάθεση αλλαγής. Όμως η δεκαετία του 50 και οι σφαγές στην Τσεχία και Ουγγαρία, υποκινούμενες από «αντικαθεστωτικούς» έχουν περάσει. Νέοι άνθρωποι δεν ζητούν πλέον τζην παντελόνια και μάρμλπορο αλλά το δικαίωμα να μιλάνε, να ρωτάνε και να παίρνουν απαντήσεις.
Η τομή στην οικογενειακή ιστορία, είναι ταυτόχρονα μια τομή στην ιστορία της Α. Γερμανίας, που μέσα σε δύο γενιές έχασε τα ερείσματα της. Ο φόβος του Ναζισμού έγινε παρελθόν και η ανάγκη για ελευθερία ανέτρεψε την υποχρεωτικότητα του κράτους προστάτη και τοποτηρητή των πάντων. Όμως δεν θέλησαν όλοι να περάσουν στον «ελεύθερο» κόσμο. Η μητέρα του συγγραφέα Άννε, ελπίζοντας σε έναν πιο ανθρώπινο σοσιαλισμό, οργανώνεται στους Πράσινους. Ο πατέρας του, καλλιτέχνης Βολφ, δεν ενδιαφέρεται για την εμπορευματοποίηση της τέχνης και θέλει να παραμείνει ανεξάρτητος και δημιουργικός. Μια γενιά απελευθερωμένη από τη Στάζι, επαναπροσδιορίζεται σε ένα κόσμο που πλέον τα πάντα μετράνε με αποζημιώσεις και Δυτικογερμανικά Μάρκα. Η παλιά γενιά χάνεται μέσα από τις αναμνήσεις της και μένει μόνο η σκόνη μιας γενιάς που σημάδεψε ο πόλεμος και η ανάγκη να ανήκει κάπου. Ο Μαξιμ Λέο, περιγράφει μια αλλαγή που φαντάζει ξένη στους Έλληνες «Αριστερούς» με τα ακριβά αθλητικά και τα ρόλεξ,με τους διορισμούς στο Δημόσιο και τους μισθούς των ΜΚΟ. Μιλάει για μια οικογένεια, χαρμάνι των Γερμανών, με τα τραύματα του πόλεμου και τον φόβο που εμφύσησε το ίδιο το καθεστώς μαζί με το τείχος .Σήμερα η αλλαγή είναι δεδομένη αλλά δεν σημαίνει τίποτα. Τα όνειρα των ιδεαλιστών υπάρχουν ακόμα σε μια χώρα που πίστεψε ή της επιβλήθηκε η πίστη, αλλά δεν κατάφερε να αποτινάξει από πάνω της το άγρυπνο μάτι της άκαμπτης κομματικής γραφειοκρατίας. Η γενιά του Λέο, είναι η πρώτη γενιά που έζησε σε δύο κόσμους, προσπαθώντας να κρατήσει τα ιδανικά του παλιού, χωρίς να απεμπολήσει τα υλικά οφέλη του νέου. Αν το πέτυχε, όπως έδειξε η πρόσφατη οικονομική κρίση στην Ευρώπη, με ηγέτιδα μια πρώην ΑνατολικοΓερμανίδα, μάλλον όχι.
Ένα βιβλίο, για την οικογένεια του συγγραφέα, που ταυτόχρονα είναι η ίδια η Ευρώπη, διχασμένη ανάμεσα στο φόβο για το παρελθόν και τον τρόμο να ανοίξει ένα παράθυρο στο μέλλον. Διαβάστε το μαζί με το «Stasiland: Ιστορίες πίσω από το Τείχος του Βερολίνου» (Εκδόσεις Οκτώ) και αναρωτηθείτε αν τελικά είστε τυχεροί που το 44 δεν κέρδισαν οι «Δημοκράτες» της ΟΥΛΕΝ και του Μελιγαλά για να γνωρίσουμε την «ευμάρεια» του υπαρκτού Σοσιαλισμού, μαζί με την αντίστοιχη (ανύπαρκτη) ελευθερία ιδεών, εκτός κομματικής γραμμής.
Σχόλια