Μετά το πολύ ευφυές και πετυχημένο, «Το ημερολόγιο του βιβλιοπώλη», ο παλαιοβιβλιοπώλης και βιβλιοφιλόσοφος Bythell ξαναχτυπά με ένα ακόμα πόνημα για τον αγαπημένο του χώρο το παλαιοβιβλιοπωλείο. Αντικείμενο μελέτης αυτή τη φορά τους οποίους με τη βοήθεια ενός συστήματος βασισμένο στον φυσιοδίφη Λιναίο, ταξινομεί με χιούμορ, σκωπτικό πνεύμα και κάποιες φορές εμπάθεια εν μέρει δικαιολογημένη.
Οι χαρακτηρισμοί και οι αντιστίξεις, με τους ανήσυχους πελάτες και καταστάσεις στα μεγάλα βιβλιοπωλεία των νέων τίτλων, είναι απολαυστικοί. Όσο και αν σε κάποια σχόλια δεν συμφωνούμε, ίσως γιατί αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σε κάποιες κατηγορίες και ενστικτωδώς θα θέλαμε να τον προστατεύσουμε, υπερασπίσουμε, ο Bythell , είναι πίσω από τον πάγκο του ένας αδέκαστος κριτής. Δεν χαρίζεται σε τίποτα και με την κριτική, δίχως όρια ματιά του, κάνει το βιβλίο ένα μικρό αριστούργημα, πολιτικής μη ορθότητας. Απολαυστικό το κομμάτι για τους Χίπστερ, την ράτσα που μαζί με τους αλληλέγγυους δηλητηρίασε την Δυτική Ευρώπη ή καλύτερα τον δυτικό κόσμο, με την ρετρολαγνεία της και τον δηθενισμό της. Αγαπημένο μου κομμάτι οι αναφορές στις ομάδες των φίλων των κόμικς, ομάδες με πολλά κοινά με τους αντίστοιχους μουσικόφιλους χωρίς ο Bythell να χαρίζει κάστανα σε κανέναν.
Υπάρχουν στιγμές αγάπης και αλτρουισμού στο βιβλίο. Όπως οι άνθρωποί που προσπάθησαν εν μέσω κορονοϊού να βοηθήσουν τις μικρές επιχειρήσεις που αγαπούν στέλνοντας χρήματα ακόμη και χωρίς να αγοράζουν τίποτα, απλά για υποστήριξη. Σε άλλες κατηγορίες όπως τους συλλέκτες αποκαλύπτεται ένας άλλος μικρόκοσμος, μικρών Ιντιάνα Τζόουνς του σύγχρονου κόσμου, που κυνηγούν την ευκαιρία για λόγους τιμής αλλά και για τα χρήματα και την αναγνώριση στο μικρό οικοσύστημα τους. Υπάρχουν και ομάδες Γένος: Senex Cum Barba (Μουσάτοι Συνταξιούχοι), που η περιγραφή τους σε επίπεδο όχι μόνο συμπεριφορικό αλλά και ενδυματολογικό παραπέμπει σε κωμωδίες τύπου « ‘Εντιμότατοι φίλοι μου» με το συγγραφέα να εκτοξεύει καυστικά κοινωνικά σχόλια, δίχως έλεος και με χειρουργική ακρίβεια στην αποτελεσματικότητα και την στόχευση τους.
Η έκπληξη έρχεται με το τελευταίο τμήμα του βιβλίου, Γένος: Operarii (Προσωπικό) που αν και μικρό έχει πολύ συμπυκνωμένη πληροφορία, το τμήμα για τους υπαλλήλους του παλαιοβιβλιοπωλείου. Ένδειξη υψηλής συναισθηματικής νοημοσύνης ή έξυπνο μάρκετινγκ, δεν ξέρω να απαντήσω αλλά ο Bythell παραθέτει και την άλλη πλευρά του πάγκου, τους υπαλλήλους και ιδιοκτήτες των παλαιοβιβλιοπωλείων. Εξίσου καυστικός και με χιούμορ, δεν παραλείπει να μιλήσει για τους ανθρώπους που εξυπηρετούν, με τον δικό τους τρόπο και ζώντας τις δικές τους ιστορίες, τους πελάτες του μαγαζιού. Εύστοχος, ειλικρινής και με αιχμηρό χιούμορ, δεν ωραιοποιεί καταστάσεις, δεν εξιδανικεύει αλλά παρατηρεί, καταγράφει και ταξινομεί με θάρρος, θράσος και πάνω από όλα καυστικό χιούμορ.
Το βιβλίο είναι άνισο, καθώς δεν είναι όλες οι ομάδες αναγνωστών ή και υπαλλήλων εξίσου ενδιαφέρουσες ή άρτια καταγεγραμμένες.. Όμως είναι μια δυναμική προσέγγιση σε ένα μικρόκοσμο, που όπως είχα πει και για το προηγούμενο βιβλίο του, μιλά τόσο στους βιβλιόφιλους όσο και στους μουσικόφιλους και γενικότερα τους συλλέκτες. Διανθισμένο με ιστορίες από την πραγματικότητα του παλαιό βιβλιοπωλείου και την προσωπική του ζωή, αποτελεί ένα μικρό αλλά απαιτητικό ανάγνωσμα, που θα δεσμεύσει το χρόνο σου και θα σε αποζημιώσει με την χορταστική πληροφορία του.
Comments