Η ζωή στην επαρχία μοιράζεται μεταξύ πλήξης και δίψας για ζωή. Η Μίμι και ο Όλιβερ ζουν σε μια μικρή πόλη δίπλα στον ποταμό Χάβελ. Είναι δύο παιδιά από την ίδια γειτονιά που τους αρέσει να πηγαίνουν μαζί για ψάρεμα και να παίζουν ποδόσφαιρο. Στο σχολείο δίνουν τον όρκο των νεαρών πιονιέρων και στις οικογενειακές γιορτές μεθούν τρώγοντας κρυφά τα κεράσια από το σναπς των γονιών τους. Μαζί με την πτώση του Τείχους καταρρέει και η φιλία τους. Η Μίμι αισθάνεται σαν τον τελευταίο πιονιέρο - έναν Ταμερλάνο χωρίς στρατό. Ο Όλιβερ, με το προσωνύμιο Χίτλερ, γίνεται ένας από τους αρχηγούς των συμμοριών που παίρνουν υπό τον έλεγχό τους τις πλατείες και τους δρόμους της μικρής πόλης. Και η κατάσταση ξεφεύγει εντελώς...
Στο πρώτο της μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του Βρανδεμβούργου, η Μάνια Πρέκελς μιλάει για την εξαφάνιση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, για την επανεμφάνιση των φαντασμάτων του παρελθόντος, για τη φιλία και την οργή.
Η Ανατολική Γερμανία μέσα από τα μάτια αυτών που πίστεψαν και τους έλειψε. Η Μιμι αντιδρά αλλά και αγαπά ταυτόχρονα την ζωή των πιονιέρων. Διασκεδάζει με την στρατιωτικοποίηση της ζωής στην Λαοκρατικής δημοκρατία της Γερμανίας, ζει στο σήμερα με τον εχθρό, τον καπιταλισμό πίσω από το Τείχος. Μια ανάμνηση που μόνο οι επισκέψεις της γιαγιάς με τα δώρα που φέρνει, της δίνουν οντότητα. Μικρές στιγμές με τον πατέρα που αλλάζει επαγγέλματα προσπαθώντας να ζήσει με την κλονισμένη υγεία του. Την μητέρα της , δασκάλα στο σχολείο της ίδιας, να αποτελεί το πρότυπο σοσιαλίστριας, παιδαγωγού αλλά και φόβητρο. Τις συγκεντρώσεις των γειτόνων, την αλληλεγγύη, γιατί δεν υπάρχει τίποτα να μοιράσουν, να χωρίσουν, όλα είναι στην κρατική λίστα αναμονής και στην ανοχή του Κράτους, αρκεί να μην πέσεις στη δυσμένεια του.. Οι Rolling Stones γνώριμη μουσική στα οικογενειακά πάρτι, εκεί που η Στάζι υπάρχει αλλά δεν ενοχλεί, όσο ακολουθείς τις εντολές. Για την μικρή Μίμι η ζωή είναι μια γραμμική ιστορία που θα οδηγήσει σε ένα τεχνικό λύκειο σε μια εκπαίδευση όπως την ορίζει το καθεστώς. Δίχως σκέψεις και δίχως προβλήματα, πέραν της οικογένειας και της εφηβείας που είναι ίδια για εκείνη, τον Ρώσο γιό στρατιωτικών που γνωρίζει και τους φίλους της που η μουσική, το ποτό και το κάπνισμα είναι το απάγκιο τους από την καταπίεση του Στρατιωτικής φύσεως καθεστώτος..
Η πτώση του τείχους θα αλλάξει τα πάντα. Το σχολείο θα εκδημοκρατιστεί. Ο δάσκαλος των ρωσικών θα αυτοκτονήσει, όντας παρελθόν και μάλιστα γεμάτο όνειδος. Τα αγάλματα που έδιναν χαρακτήρα και θύμιζαν τις ηρωικές στιγμές της μεταπολεμικης λαοκρατικής Γερμανίας θα πέσουν και μαζί τους η Μιμι, θα δει τον κόσμο της να συρρικνώνεται και να καταρρέει. Η μουσική και ο κοινός παρονομαστής των χίπηδων και των γκοθ/Γκοθάδων θα είναι το καταφύγιο της. Η βία, ο καπιταλισμός, η ορμή της αλλαγής καθώς 45 χρόνια καταπίεσης για τους περισσότερους εκτονώνονται σε νέες τηλεοράσεις, αλλαγές ονομάτων δρόμων, νέα πολιτικά κόμματα και νέες συνήθειες , θα χτυπήσουν άμεσα και ανελέητα τις ευαισθησίες της Μιμι. Ο κόσμος δεν χώρα πια Σοβιετικούς. . Θα γεμίσει με οργισμένα αγόρια και κορίτσια με φλαιν τζάκετ, αρβύλες και μίσος για τον κάθε ξένο, που είχε έρθει στην Α.Γ. για να δουλέψει και να βρει ένα καλύτερο μέλλον. Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για την ανεργία που ήρθε ως επακόλουθο της αδυναμίας της σοσιαλιστικής Γερμανίας να γίνει ανταγωνιστική, είναι εδώ. Οι ξένοι, οι διαφορετικοί, όσοι δεν θέλουν να τραγουδάνε ύμνους του παλιού (ναζιστικού) καθεστώτος πίνοντας μπίρες. Ο αδελφός της, νεαρός ποδοσφαιριστής με μέλλον ,θα γίνει μέλος της παρέας που διακινεί ναρκωτικά, ελέγχει το λαθρεμπόριο και χαιρετά με υψωμένο το δεξί χέρι. Η Μιμι θα ταξιδέψει στο εξωτερικό, θα κάνει εφήμερες σχέσεις και θα προσπαθήσει να αποφύγει την καταιγίδα βίας που πλημμυρίζει τη χώρα. Η οικογένεια της σε διάλυση με το θάνατο της γιαγιάς της να οδηγεί την ίδια σε άλλες πόλεις. Ο σκοπός της να επιβιώσει σαν μαθητευόμενη δημοσιογράφος καλύπτοντας μια πρώην Ανατολική Γερμανία που γίνεται ξενοφοβική, αδιάφορη και απάνθρωπη. Οι φίλοι της από τα σχολικά χρόνια, αλλάζουν, σαν τον Όλιβερ που με το νέο του όνομα Χιτλερ, δείχνει οτι το παρελθόν επέστρεψε πιο αιχμηρό και πιο σκοτεινό.
Με τα χρώματα του μεθυσιού από φτηνό αλκοόλ και συναισθήματα φόβου, απόγνωσης και σε μια κατάσταση διαρκούς φυγής η Μιμι και οι φίλοι της είναι οι παρίες σε ένα κόσμο παριών. Ανίκανοι να αγκαλιάσουν το νέο οικονομικό θαύμα, μικροί για να θυμούνται την Λαοκρατική Γερμανία σαν κάτι άλλο από κατασκηνώσεις και αντικαπιταλιστικά τσιτάτα βλέπουν το απάγκιο τους, την μουσική να γίνεται στόχος των νεαρών με τις αρβύλες. Σαν νέα τάγματα εφόδου απαιτούν τα πάντα από όλους. Θέλουν τις δικές τους μουσικές σε κάθε χώρο. Κυνηγάνε και δέρνουν τον φίλο της Μιμι, σχεδόν μέχρι θανάτου γιατί τα όρια στην νέα Γερμανία είναι μόνο οικονομικά. Αδύναμη να ακολουθήσει ή να αντιδράσει η νεαρή κοπέλα, αναζητεί τον εαυτό της στο Βερολίνο, στην ανωνυμία. Κρύβεται από το παρελθόν που την κυνηγά. Δουλεύει στην εφημερίδα που αποφασίζει να καλύψει θέματα που φτάνουν μέχρι την διαφθορά και την άνοδο των νέο ναζί και έρχεται ακόμη μια φορά η κρίση. Ο νέος κόσμος καλύπτει καταστάσεις, ανθρώπους, συμπεριφορές. Το κεφάλαιο είναι αδιάφορο για τον άνθρωπο και η Μιμι βρίσκεται στην μέγγενη προσπαθώντας να παρουσιάσει μια αλήθεια που όλοι εθελοτυφλούν και γυρνούν το κεφάλι από την άλλη πλευρά. Το κράτος εθελοτυφλεί μπροστά στην επίπλαστη ευμάρεια και την έλλειψη ενδιαφέροντος για τους Ανατολικογερμανούς, τους παρίες της νέας ενωμένης χώρας.
Η Λαοκρατική δημοκρατία της Γερμανίας έχει ένα χρώμα σέπιας, ένα χρώμα ώχρας, σαν ένα πτώμα από πίνακες του Ιερωνύμου Μπος, με την Μιμι αιώνια βασανισμένη από τους δεσμώτες του παρελθόντος να προσπαθεί να αλλάξει τον κόσμο , να φωτίσει το σκοτάδι με την αλήθεια. Ο πρώην φίλος/συμμαθητής Όλιβερ, νυν Χιτλερ την κυνηγά αδιάκοπα, σαν μίασμα, σαν παράσιτο αλλά ο κόσμος αλλάζει και η υπεροψία πληρώνεται. Ο ίδιος θα γίνει έκπτωτος της εξουσίας του, γιατί υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και νέα παιδιά με στρατιωτικά κουρέματα παίρνουν τα σκήπτρα. Η παράταιρη και ο αρχηγός της αγέλης θα διασταυρώσουν ξανά τους δρόμους τους σε μια κηδεία , ενός ανθρώπου που δεν άντεξε την πίεση των καιρών και ο κύκλος θα κλείσει. Μια νέα Γερμανία, δίχως παρελθόν, δίχως ανθρωπιά, θα αναδυθεί. Κάποιοι θα φύγουν γιατί δεν δέχτηκαν την αλλοτρίωση των νέων ταγμάτων ασφαλείας. Θα θυμούνται το παλιό σοσιαλιστικό παρελθόν, ωραιοποιώντας το. Ζώντας σε ένα κόσμο, σε μια χώρα του πουθενά. Ανίκανοι να συμβιβαστούν με την ταξική ήττα, την συντριβή ενός συστήματος στο οποίο ήταν από τους ευνοημένους αλλά και μην εναγκαλιζόντας τον άκρατο καταναλωτισμό που σαν άσφαλτος φτηνή ήρθε να καλύψει τις τρύπες στο σοσιαλιστικό οδόστρωμα. Κάπου εκεί η Μιμι, ένα κορίτσι, μοναχικό, ευαίσθητο και παράταιρο θα επιλέξει ένα δρόμο που με την πένα σαν όπλο, θα καταγράψει τις αλλαγές και θα προσπαθήσει να αφυπνίσει. Να δώσει το δικαίωμα στον παρία να κυκλοφορεί ελεύθερα δίχως το φόβο της επίθεσης μέσα στην νύχτα από τους αυτόκλητους σωτήρες του νέου κόσμου.
Αν κάτι ζει πέρα από ιδεολογίες, πολιτικές, μουσικές και άλλες είναι εκείνες οι ιερές στιγμές που ενώνουν τους ανθρώπους. Παιδικές αναμνήσεις και απώλειες ενηλίκων που ρίχνουν άμυνες και γεφυρώνουν ζωές. Βαθιά μελαγχολικό, γεμάτο από τη αδρεναλίνη του φόβου του κυνηγητού από τους νεαρούς χούλιγκαν, το "Όταν έτρωγα κεράσια με τον Χίτλερ" είναι ένα βιβλίο για όσους η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας δεν ήταν παράδεισος αλλά ήταν το σπίτι τους και η Ενωμένη Γερμανία ένα καθαρτήριο , δίχως έλεγχο, δίχως όρια, με ελάχιστη ανθρωπιά. Ακόμη και αν δεν ταυτιστείτε με την μελαγχολία και την παράδοση της Μιμι, θα σας αγγίξει το γήινο της ύπαρξης της σε ένα κόσμο που λατρεύει ξανά τον υπεράνθρωπο.
Comments